Μέχρι τα δεκαοκτώ έζησα στο Αγρίνιο. Εκεί άνοιξα πρώτη φορά τα μάτια δηλαδή. Και θα με ρωτήσεις ίσως και τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι οι έννοιες των πρώτων βασικών λέξεων που έμαθα αντιστοιχούν στις εκεί εικόνες. Πάμε λοιπόν.
Χέρια: Γέρικα. Άγρια . Γεμάτα με πάρα πολλές μαύρες (;) χαρακιές. «Φίλα το χέρι της γιαγιάς …»μου έλεγε ο πατέρας μου. Δυσκολευόμουν εγώ. Σιχαινόμουν εγώ. Γέλαγε η γιαγιά. Δεν καταλάβαινα βλέπεις τότε το κακομαθημένο τι κρύβανε αυτά τα χέρια. Ούτε καταλάβαινα τη σημασία αυτού του φιλιού και τι στο καλό ήτανε αυτές οι δεκάδες μαυρισμένες λεπτές χαρακιές που σαφέστατα ασχημαίνανε τα χέρια, αλλά ήτανε και το σήμα κατατεθέν τους. Τα ίδια χέρια τα συναντούσα έπειτα στα ξαδέλφια μου, στις θειες μου και στους θείους μου που δούλευαν σχεδόν μέχρι πριν από λίγα χρόνια στα καπνά και πάλι δεν καταλάβαινα -το όρνιο- από που προέρχονταν. Τα ονόμασα μέσα μου “χωριό “. Είπα: Δεν θέλω να έχω καμία επαφή μαζί τους και ησύχασα.
Πέθαναν οι γριές. Σπούδασαν τα ξαδέρφια. Εγώ πήγα στας Αθήνας και βέβαια για τις μαύρες χαρακιές ούτε λόγος. Άσε που μισούσα και το Αγρίνιο. «’Όλοι πρέπει να σκοτώνουμε τους γονείς μας» λέει ο Μπερνάρ Μαρία Κολτές και εγώ σκότωσα την πατρίδα. Καλά έκανα. Να εξηγούμαι. Αν έμενα εκεί δεν θα μπορούσα να ξαναγυρίσω. Κι ο γυρισμός είναι η πιο συναρπαστική ιστορία του κόσμου. Το πε πρώτος ο Όμηρος και ακόμη τους αποστομώνει όλους.
Ήρθε λοιπόν σε μια δύσκολη στιγμή για μένα η πρόταση από το Μικρό θέατρο του Αγρινίου και την Κατερίνα Καραδήμα (πάντα θα την ευγνωμονώ) να κάνουμε λέει μία παράσταση για τα καπνά. Είπα ναι έτσι αυθόρμητα και μετά φοβήθηκα πολύ. Ευχόμουν να μη γίνει η παράσταση γιατί λέω εγώ γραφικότητες και μνημόσυνα δεν γουστάρω. Αλλά κάτι στην επιμονή της Κατερίνας και στις πραγματικές μου απορίες τελικά για το από που κρατάει η σκούφια μου με παρέσυρε και την έκανα την παράσταση τελικά. Όχι μόνο την έκανα, την ευχαριστήθηκα κιόλας και άκου και γιατί:
α) Δεν είναι τα καπνά το θέμα. Είναι η εργασία. Η δουλεία. Που την ξέρω και την ξέρεις μάλλον και εσύ καλά. Δουλεύω δασκάλα δέκα και βάλε χρόνια τώρα και ξέρω τι είναι να σε περιμένει η πραγματικότητα κάθε πρωί πριν καν νομίσεις ότι είσαι έτοιμος. Κι αν κάποιος δεν καταλαβαίνει τι λέω ας δει τι λέει ο θεός στον πρωτόπλαστο, όταν αυτός ο κακομοίρης τρώει το μήλο: «Με τον ιδρώτα του προσώπου σου θα τρως το ψωμί σου…»
β) Βάρβαρη δουλεία τα καπνά γεμάτη σκύψιμο και ήλιο. Σαν τον Σίσυφο. Η πέτρα ανεβαίνει η πέτρα κατεβαίνει και πάλι από τη αρχή.
γ) Τσουπ και οι επιδοτήσεις στα καπνά (έτσι σταματήσανε οι καλλιέργειες) και να το Μάαστριχ και να η Κοινή Αγροτική Πολιτική και να το «μαζί τα φάγαμε» και «ωχ παναγία μου όλα εδώ πληρώνονται» ή μήπως πάλι όχι; Κάποιοι τη βγάζουν καθαρή. Ακόμη.
δ) Οι συνεντεύξεις που πήραμε από τους ανθρώπους – τους ζωντανούς- εννοώ με τον πόνο τους και τα νεύρα τους και το φόβο τους και τα λάθη και όνειρα τους –που τρελαθήκανε στη δουλεία στα καπνά και που θέλανε να τα πουν όλα: Για την εκμετάλλευση, για τον κόπο, για τους έρωτες, για την αδικία … Μας φτιάξανε στην ουσία την παράσταση.
ε) Η ιστορία όλου του εργατικού κινήματος μέσα από τους αγώνες αυτών των ανθρώπων (καπνεργατών – καπνοπαραγωγών) , που πέτυχαν ό, τι σήμερα χάνεται ξανά (ΜΕ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΗ ΣΧΕΔΟΝ ΣΙΩΠΗΛΗ ΤΑΧΎΤΗΤΑ).
στ) Και τέλος οι χαρακιές: Ήταν από το αρμάθιασμα του καπνού στο χέρι. Και το μαύρο τους από την κόλλα που αφήνει ο καπνός στο μάζεμα. Άμα ήτανε να βγεις ραντεβού τα έτριβες με χλωρίνη να μη τα δουν οι άλλοι και ντραπείς. Το δε γέλιο της γιαγιάς μου μπροστά στην αισχρή από μένα σιχασιά, ήταν η γνώση ( το μήλο του πρωτόπλαστου) ότι έτσι χτίζεται ο κόσμος. Τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Με τον ιδρώτα… Μιλάμε για δύναμη. Όχι αστεία.
Γεωργία Μαυραγάνη, σκηνοθέτης της παράστασης «Από πρώτο χέρι».