featured Θέατρο Κινηματογράφος Οι δημιουργοί γράφουν Πες μου μια ιστορία

Γιάννης Λεοντάρης : «Η ευτοπία των γαλακτοπωλείων»

Θα ήταν υποκρισία να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε. Ότι αγνοούσε ποιο ήταν αυτό το προφανές «κάτι» που τον μαγνήτιζε και τον οδηγούσε ως υπνοβάτη, τόσο συχνά, στο τέρμα της οδού Πατησίων. Ήταν η αδυναμία του να θέσει υπό έλεγχο την σωματική του εξάρτηση από τη γεύση του παγωτού. Ωστόσο – και αξίζει να τονιστεί αυτό – δεν ήταν σκλάβος όλων των γεύσεων. Αυτό θα πρέπει να του αναγνωριστεί. Ως εξαρτησιογόνα, τουλάχιστον από το stuff της «Χαράς», δρούσαν: το καϊμάκι, το ρυζόγαλο (μία εντελώς πρόστυχη και εγκληματική έμπνευση του ζαχαροπλάστη η οποία συνδύαζε την αθώα μνήμη του ρυζόγαλου με την λαγνεία του παγωμένου γάλακτος) καθώς και η γεύση παρφέ κρέμα, η οποία διαιώνιζε ανενδοίαστα την θηλυκή θρασύτητα παλαιότερων δεκαετιών και ιδίως των 70’s.

Μερίδιο ενοχής είχε όμως και ο τόπος. Όχι ο ορατός αλλά ο λανθάνων. Αυτός που δεν δηλωνόταν αλλά τεκμαιρόταν από όλα τα γύρω ορατά στοιχεία. Και αυτό αφορούσε όχι μόνον τα δύο εμβληματικά γαλακτοπωλεία αλλά και άλλες ομοειδείς επιχειρήσεις ζαχαροπλαστικής τέχνης οι οποίες κυριαρχούσαν στην καθημερινότητά του και στοίχειωναν τα όνειρά του.

Από το τέρμα Πατησίων, όπου και το προαναφερθέν ζαχαροπλαστείο «Χαρά», περνώντας από το «Ντεζιρέ» της οδού Δημοκρίτου στο κέντρο της Αθήνας και καταλήγοντας μέχρι τον «Βάρσο» της Κηφισιάς, ολόκληρη η ύπαρξή του γινόταν δέκτης μιας μυρωδιάς γάλακτος και ακατέργαστου – σχεδόν πρωτόγονου – μπισκότου, η οποία δημιουργούσε βάσιμες υπόνοιες για την ύπαρξη στα σπλάχνα αυτών των ιερών καταστημάτων, κρυφών υπογείων εργαστηρίων αχανούς έκτασης τα οποία μάλιστα δεν αποκλείεται να επικοινωνούσαν και μεταξύ τους.

Εκεί ακριβώς ήταν ο τόπος. Εκεί, μητέρες, κόρες, θείες, αδερφές, εγγονές, γιαγιάδες, θεές και ερωμένες παρασκεύαζαν εν κρυπτώ τα παγωτά (και δευτερευόντως τα γλυκά) αυτής της συγκεκριμένης ποιότητας για την οποία δεν υπήρχε αντίδοτο θεραπείας. Όλα αυτά, λόγω της υπόγειας φύσης τους παρέμεναν πάντοτε σε λανθάνουσα κατάσταση. Ήταν όμως ο βαθύς πυρήνας. Στην «Χαρά» για παράδειγμα, οι μεσόκοποι άνδρες σερβιτόροι του ισογείου και του πεζοδρομίου δεν ήταν παρά ένα αμελητέο συμβάν του τελικού, του απώτατου σταδίου αυτής της καθαρά γυναικείας υπόθεσης.

Γύρω η Πατησίων, η μήτρα του εξαστισμού της Αθήνας μετά το 1910, αλλά και ένας διαχρονικά αφελής δρόμος με πλαστικούς ανεμόμυλους και μαλλί για πλέξιμο, τα τελευταία είκοσι χρόνια δεν είχε αλλάξει απλώς όψη. Είχε αλλάξει σπλάχνα. Οι δεκάδες πόρνες από την Αφρική που συνάντησε εκείνο τα βράδυ στην πορεία του προς τη «Χαρά», τον άφησαν άφωνο. Η διέγερση δάγκωσε το στομάχι του, πότισε τις τύψεις του και η Πατησίων παρέδωσε το πνεύμα.

Όταν κάθισε στα τραπεζάκια της «Χαράς» πρόσεξε ότι, αν και φωτισμένο, το πεζοδρόμιο με τα τραπεζάκια είχε βυθιστεί στο ημίφως. Εκεί κάθονταν μερικοί πελάτες, σαν ταξιδιώτες, βουβοί και σε απόσταση ο ένας από τον άλλο. Στην αρχή δεν το κατάλαβε, γιατί βρισκόταν υπό την επήρεια του παρφέ κρέμα αλλά μετά από λίγα λεπτά, καθώς στο μεταλλικό μπολ είχε απομείνει ποσότητα μόνο πέντε ή έξι μικρών κουταλιών, μπόρεσε να παρατηρήσει προσεκτικότερα τους ταξιδιώτες και αντιλήφθηκε ότι βρισκόντουσαν σε πορεία σμίκρυνσης. Οι πελάτες έδιναν τη εικόνα πυγμαίων. Χωρίς να είναι βέβαιος, υπέθεσε ωστόσο ότι η εντύπωση αυτής της διαταραγμένης κλίμακας, ενδεχομένως να οφειλόταν στο ύψος της περίφημης πολυκατοικίας «Χαρά-Πατησίων Μέλαθρον» η οποία είχε ονοματοδοτήσει και το ζαχαροπλαστείο, ύψος το οποίο εκείνο το βράδυ του φάνηκε ασυνήθιστα αυξημένο. Ίσως πάλι να οφειλόταν στον ελλιπή φωτισμό του πεζοδρομίου και του μισοσκόταδου το οποίο ολοένα και πύκνωνε. Υπέθεσε ότι μάλλον γι’ αυτό του πέρασε η ανόητη στην πραγματικότητα σκέψη ότι εκείνοι οι πυγμαίοι πελάτες ήταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι μιας ευρύτερης κοινότητας της πόλης των Αθηνών η οποία είχε διαρραγεί και εξαφανιστεί. Ότι επειδή ήταν οι τελευταίοι επιζώντες αυτής της κοινότητας, γι’ αυτό την ώρα που έτρωγαν το παγωτό τους είχαν το ίδιο λυπημένο ύφος με τα ζώα κάποιου ζωολογικού κήπου στο Γιοχάνεσμπουργκ ή την Τασκένδη. Ήταν όλοι σιωπηλοί. Τα παγωτά είχαν πλέον γκρι χρώμα. Αυτό το γκρι-ποντικί των πεζοδρομίων της Αθήνας. Το ποντικί των ποντικών.

Πίσω από τα τραπεζάκια της «Χαράς» διέκρινε ξαφνικά ένα χωράφι που μέχρι τότε δεν φαινόταν καθώς δεν φωτιζόταν. Όμως τώρα οι πορτοκαλί λάμπες του χώρου, άρχισαν να τρεμοπαίζουν. Έτσι το χωράφι διακρινόταν πλέον καθαρά. Άλλος ένας υπολανθάνων χώρος, όχι τόσο γοητευτικός βέβαια όσο το αχανές υπόγειο εργαστήριο της «Χαράς» αλλά εξίσου σημαντικός. Ένας από τους πυγμαίους σιωπηλούς και θλιμμένους πελάτες του ζαχαροπλαστείου είχε εγκαταλείψει το τραπέζι του και ήταν πλέον στο χωράφι. Ξαπλωμένος πάνω στο χώμα.

Δεν θυμάται τι μεσολάβησε από τη στιγμή που είδε τον πελάτη της «Χαράς» ξαπλωμένο στο χώμα των Αθηνών, μέχρι που επανέκτησε τις αισθήσεις του, αργά το επόμενο μεσημέρι, πάνω στο χιόνι. Τι είχε συμβεί; Ένα εσωτερικό ταξίδι υπό την ισχυρή επήρεια του παρφέ κρέμα; Η οσμή του γάλακτος προσομοιάζει με εκείνη του φρέσκου χιονιού. Το πρόβλημα είναι ότι στο αστικό και ημιαστικό περιβάλλον, το χιόνι χάνει αρκετές από τις ιδιότητές του ως προς τη μυρωδιά. Που βρισκόταν όμως;

Κοίταξε γύρω του και τα μεγαλοαστικά νεοελληνικά κατορθώματα των ανακαινισμένων εκλεκτικιστικών τρούλων των επαύλεων της μπελ επόκ, δεν του άφησαν αμφιβολία: η Κηφισιά τον είχε υποδεχτεί μέσα στο φρέσκο χιόνι της. Ανέκτησε τις δυνάμεις του, σηκώθηκε, τίναξε από τα ρούχα του το χιόνι και προσπάθησε να προσανατολιστεί. Τον οδήγησαν προς το κέντρο του προαστίου τα ποικίλα αρώματα γαλλικών και ιταλικών οίκων, νοθευμένα δυστυχώς από αγχωμένο ιδρώτα κυρίων και κυριών της ελληνικής – κατ’ ευφημισμόν – αστικής τάξης οι οποίοι ανησυχούσαν μήπως λόγω της διαρκούσης οικονομικής κρίσης και της πρόσφατης πανδημίας, απωλέσουν στοιχεία του στάτους τους.

Το αθηναϊκό αυτό προάστιο κατά τους χειμερινούς μήνες δέχεται αρκετά συχνά την επίσκεψη της χιόνος.  Ακριβώς στο σημείο που εντοπίζεται ο πυρήνας του κέντρου της Κηφισιάς, στο ζαχαροπλαστείο «Βάρσος», τόσο στην πρόσοψη όσο και κυρίως στον κήπο ο οποίος δεσπόζει στην πίσω όψη του, η χιονόπτωση συνοδεύεται σχεδόν πάντοτε από έκλυση αρωμάτων: γάλακτος, βασιλόπιτας, κρουασάν γεμιστού με καρύδια, παγωτού βανίλια, γιαουρτιού και τυρόπιτας ταψιού.

Εκεί βρέθηκε μετά από τη σύντομη περιπλάνησή του, ενώ το χιόνι άρχιζε πάλι να πέφτει. Οι νιφάδες ήταν μεγαλύτερες σε μέγεθος από το σύνηθες, σα μεγάλα λευκά χάδια. Αυτή η συνύπαρξη χιονόπτωσης και ευωδιάς εργαστηρίου ζαχαροπλαστικής, του φάνηκε ότι προσέδιδε στη χιονόπτωση μια αίσθηση θαλπωρής, είτε οικογενειακής, είτε απολύτως ατομικής, ένα συναίσθημα που ενισχύει την ψευδαίσθηση της «ωραίας ζωής». Ήταν πια νωρίς το απόγευμα, εκείνου του Ιανουαρίου, ενός ακόμη από τόσους που είχαν περάσει μπροστά από ιστορικό ζαχαροπλαστείο, από το 1892 που ιδρύθηκε. Η λευκή ηχομόνωση που επιβάλλει η χιών, τον βοήθησε να αρχίσει να βλέπει τις λεπτομέρειες, να στέκεται για ώρα στις μικρές κλίμακες των πραγμάτων. Άπνοια, σιωπή και ζεστή χιών. Καθόταν μέσα στον «Βάρσο» κολλημένος ηδονικά στην τεράστια τζαμαρία της πίσω πλευράς που έβλεπε στον χιονισμένο κήπο. Κοίταξε διάφορες επιφάνειες: κάγκελα, περβάζια παραθύρων, γλάστρες, πλάτες από καρέκλες φερ φορζέ, μαρμάρινα σκαλοπάτια. Μέτρησε νοερά τα εκατοστά της χιόνος που είχαν συσσωρευτεί επάνω τους: από 7 έως 12 εκατοστά ανάλογα με την επιφάνεια. Υπό αυτές τις συνθήκες κανείς δεν θα μπορούσε να βρει μια πειστική εξήγηση για την εξωφρενική επιλογή της μεσόκοπης κυρίας να καθίσει ατάραχη στα καθίσματα του χιονισμένου κήπου και να παραγγείλει ανθόγαλα με μέλι και καρύδια. Ο γηραιός σερβιτόρος προσπάθησε να την μεταπείσει επί ματαίω, προτείνοντάς της να μεταφερθεί στην θερμαινόμενη αίθουσα με το αναμμένο τζάκι. Παρατήρησε το λαιμό της κυρίας και κατάλαβε ότι εκεί εντοπιζόταν η πηγή του μυστηρίου. Γύρω από τον λαιμό της περιστρεφόταν με ιλιγγιώδη ταχύτητα ένα αόρατο νήμα. Η ορατή του εκδοχή ήταν ένα πανάκριβο μεταξωτό φουλάρι, βυσσινόχρουν με αναπάντεχες μικρές εκρήξεις χρυσού χρώματος . Ήταν το νήμα που έχτιζε το αστικό της «ανήκειν». Οποιαδήποτε μύτη ή χείλος επιχειρούσε να προσεγγίσει εκείνον τον λαιμό θα προσέκρουε στο αρωματισμένο μετάξι, στην απαγορευμένη πύλη την οποία φρουρούσαν ως ιπτάμενες λιλιπούτειες νεράιδες, διάφορες γυναικείες φιγούρες. Οι φρουροί αυτοί άλλαζαν συνέχεια πρόσωπα, κι εκείνος κατάφερε να διακρίνει φευγαλέα  τη Μαριάννα Λάτση, τη Μαριάννα Βαρδινογιάννη, τη Νόνικα Γαληνέα, τη Ροζίτα Σώκου και άλλες πολλές κυρίες, με καθόλου, λίγη ή πλούσια πνευματικότητα, από τα σώματα των οποίων αναδύονταν γαλλικά αρώματα μέσα στο χιόνι. Τις είδε να χορεύουν γύρω από το λαιμό της παράξενης παγωμένης πελάτισσας του «Βάρσου» πολεμικούς αρωματισμένους χορούς έχοντας ορίσει στη ζωή τους να φυλάγουν Θερμοπύλες. Εκείνες, και οι ιατρικώς παρακολουθούμενοι σύζυγοί τους, ήταν οι τελευταίοι εκπρόσωποι μιας ευρύτερης αρωματοφόρας κοινότητας κάποιων συνοικιών του κέντρου των Αθηνών και των βορείων προαστίων, η οποία είχε εγκλωβιστεί μέσα στο φόβο της και αισθανόταν δύσπνοια. Μάλιστα, επειδή η παγωμένη κυρία του κήπου του «Βάρσου» και οι νεράιδες της, ήταν οι τελευταίοι επιζώντες αυτής της κοινότητας, την ώρα που έτρωγαν το παγωτό τους είχαν το ίδιο λυπημένο ύφος με τα ζώα κάποιου ζωολογικού κήπου στο Γιοχάνεσμπουργκ ή την Τασκένδη.

Αναζήτησε καταφύγιο στον λανθάνοντα υπόγειο χώρο του «Βάρσου». Βρέθηκε στο υπόγειο ξεφεύγοντας από όλους τους ελέγχους. Το υπόγειο θαύμα αποκαλύφθηκε μπροστά του: χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα υπογείου, συνέδεαν τον «Βάρσο» με την «Χαρά» και άλλα ανώνυμα πλην τίμια συνοικιακά ζαχαροπλαστεία. Θαλπωρή, ζεστή ζύμη, γάλα και καϊμάκι. Έξω, στην Πατησίων, στο Περιστέρι, τον Κολωνό, στην Αγία Βαρβάρα, στο Κερατσίνι, στη Γλυφάδα, στο Κολωνάκι, στην Κηφισιά, στην Εκάλη, ο πληθυσμός ξάπλωνε στα χωράφια ή καθόταν ατάραχος στο χιόνι, η στάθμη του οποίου ανέβαινε διαρκώς.

Όπως χόρευαν οι μεγαλοαστές νεράιδες γύρω από τον λαιμό της παγωμένης κυρίας μέσα στο λευκό τοπίο, έτσι χόρευαν τώρα μπροστά του, μέσα στο λευκό καϊμάκι, και τα χέρια της παχουλής παρασκευάστριας παγωτού με τα μεγάλα λευκορόδινα στήθη και τα λαμπερά μάτια. Ήξερε πολύ καλά τι έκανε. Όλα τα υλικά ήταν μπροστά της. Λευκό γάλα, λευκή ζάχαρη, σαλέπι, μαστίχα, βύσσινα, καβουρδισμένα αμύγδαλα. Εκείνος δεν θα έφευγε πια από το άπειρο σύμπαν του υπογείου. Ο τόπος αυτός ήταν τόσο μακριά από την πραγματικότητα, που έμοιαζε με σκηνή θεάτρου ή μάλλον με κινηματογραφικό πλατό της Τσινετσιτά. Μια υπερπαραγωγή του Φελίνι, όπου χιλιάδες παρασκευάστριες έφτιαχναν παγωτό, ενώ η κοινότητα βυθιζόταν. Εκείνος, αποκομμένος πλέον από όλους, εγκλωβισμένος στο ανδρικό του βλέμμα και την επινοημένη του ευτοπία, έριξε μια κλεφτή ματιά στα στήθη της. Εκείνη τον κοίταξε. Στο βλέμμα της συγκατοικούσε η υπόσχεση για παράδεισο και κόλαση.

Γιάννης Λεοντάρης

Σκηνοθέτης / Aναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου