featured Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν Πες μου μια ιστορία

Τζούλιο: Μόνος στην Πείνα

Δεν είχε μάτια δύστροπα που ίσως συγκινούσαν με το χρώμα ή το σχήμα τους, ούτε όψη όμορφη ή αξιομνημόνευτη κι ήταν αδύνατος, αντίθετα από τη λαίμαργη καρδιά του που ήθελε να φάει τον κόσμο όλο και να τον φτύσει πίσω στο σύμπαν  διαφωνώντας φωναχτά – με πνευμόνια γεμάτα βεβαιότητα την οποία απεχθανόταν – για την κατασκευή του στην ατέλειωτη άβυσσο ή αυτό που τότε νόμιζε πως είναι ο Θεός και στον θάνατο θα μάθαινε πως είναι η μήτρα που αποχαιρέτησε.

Τα παιδικά του χρόνια ήταν ποτάμια, γεμάτα περιπάτους σε νεκροταφεία στη καυτή ζέστη ή σε νύχτες φωτεινές από πανσέληνο ευδιάθετη, που του επέτρεπε να βλέπει το δρόμο ανάμεσα στους τάφους για να μην σκοντάψει πάνω στους νεκρούς και διακόψει τη νάρκη τους. Συγγενής τους ένιωθε κι οι νεκροί τον αναγνώριζαν – κυρίως αυτοί που έφυγαν νωρίς γιατί δεν άντεξαν τον κόσμο, όπως κι ο κόσμος που είχαν γνωρίσει τους τιμώρησε γι’ αυτό κι έτσι κανείς δεν έμαθε ποτέ, αν ζούσαν, τι μάχες θα έχαναν ακόμα.

Κυνήγια πολύωρα, γύρω απ΄ τον τόπο που μεγάλωνε, με θήραμα κορόμηλα – ίσως άγουρα ακόμη – κλεμμένα από άγνωστες αυλές, που κουβαλούσε σπίτι του, σε χειροποίητο καλάθι φτιαγμένο απ΄ τη μπλούζα του, κάνοντας την κουρασμένη μάνα του να γελάσει κάπως. Σε βουνά, αμέτρητες φορές σκαρφαλωμένα, αναζητούσε με τρόπο εμμονικό και σκοτεινό στη ρίζα του, σημεία που έδιναν την αίσθηση πως κάποιος δεν τα πάτησε ακόμη, γνωρίζοντας καλά πως κάτι τέτοιο εκεί που ζούσε ήταν ανέφικτο, πριν επιστρέψει από αυτά πληγωμένος αθεράπευτα και σημαδέψει το φρέσκο σώμα του ή βλάψει κάποιο ζώο για να νιώσει ζωντανός.

Πνευματικός του ήταν το δάσος που μέρα – νύχτα μέσα του ένιωθε ασφαλής, διαβαίνοντάς το απ’ τα μονοπάτια του ή μέσα απ’ το χορτάρι, όταν δεν τον ένοιαζε να λερώσει τα παπούτσια του κι ο ταραγμένος ψυχισμός του ζητούσε να χαθεί, αδιαφορώντας για την ώρα που θα επέστρεφε, μουρμουρίζοντας τη Σερενάτα του Σούμπερτ, μελωδία που τον έκανε να ξεχνά ότι γεννήθηκε φτωχός – τυχαιότητα που μεγαλώνοντας προέβλεπε, ενώ το απευχόταν, ότι θα κάνει τη ζωή του ανυπόφορη, αβάσταχτη κι ανεπιθύμητη.

Για παραμάνα είχε τον ίσκιο κάποιου δέντρου – που κάποτε από αυτό είχε κρεμαστεί ένας τρελός, διαδίδοντας πριν το φρικτό του τέλος, πως ήταν γιός του Μουνκ και πως μετά τον θάνατο δεν υπάρχει τίποτα – και ποτέ δεν το πλησίαζε κανείς, γιατί δεν ήταν αρκετός για πάνω από έναν, όπως κι οποιοδήποτε μέρος που αποφάσιζε να πάει για να καθίσει, κι αυτό δική του απόφαση δεν ήταν, ούτε αποτέλεσμα κάποιας σπουδαίας ιδέας που τον εναντίωνε στους ανθρώπους.

Ήταν μικρός ακόμη όταν μόνος του απέμεινε, η μητέρα του είχε πεθάνει εξαιτίας μιας ασθένειας ανεξήγητης, καθώς λεφτά δεν είχαν για να δει κάποιον γιατρό, μα ούτε χυδαίο προνόμιο, που ευλογημένοι έχουν, να σταματήσει τον απάνθρωπο ρυθμό με τον οποίο δούλευε, μήπως καταφέρει κι αναρρώσει, ούτε μετά τον θάνατο ενδιαφέρθηκε η επιστήμη να εξηγήσει κάτι και με αυτόν τον τρόπο είχε προγνωστικά στα χέρια του, που αλλιώς δεν θα χε σχετικά με τη ζωή του και τη θέση του στον κόσμο.

Όλα δύσκολα μετά από αυτό, και θλιβερά τόσο, που δέρμα απαλό από σώμα που έχει αγαπηθεί και γνώρισε το χάδι δεν θα μπορούσε να αντέξει κι αυτί συστημένο σε μουσική ανείπωτη, με δέος κεντημένη, τον ιδιοκτήτη του θα τρέλαινε ενώ ο νους θα στοίχειωνε τον ύπνο με εφιάλτες ζηλευτούς, ακόμη και στη κόλαση.

Επιβίωνε κλέβοντας ψωμί ή κάνοντας δουλειές που εξαντλούσαν το πεινασμένο σώμα του, κι υποχρέωναν, παρά το ακατάβλητο κουράγιο που χαροπάλευε στο στήθος του, αδίκως να υποκλίνεται μπροστά στην εκμετάλλευση – καμπύλη επώδυνη για την οποία μετάνιωνε – και παρόλα αυτά, είχε στιγμές, που δεν ντρεπόταν για την αδίστακτη απλότητα στην οποία ζούσε, που δεν είχε στο όνομα του τιποτένια υλικά ή φρικαλέα έπιπλα να διακοσμούν το καταφρονεμένο σπίτι του.

Όταν δεν έβρισκε λεφτά ή δεν τολμούσε να ζητήσει – αφού χρωστούσε σ’ όλους – τα αγνά του δάκρυα δούλευε στο κρύο, που από αυτά ξυράφια έφτιαχνε, πουλώντας τα σε πληγωμένους έφηβους που ΄θελαν να αυτοκτονήσουν.

Στις διαστάσεις του προσώπου του είχε φτιάξει μια μάσκα, από γύψο, νερό και κάρβουνο, τη φώναζε Λενόρ και νύχτες ατελείωτες κοιτάζοντάς την μεθυσμένος, συνέθετε ποιήματα που μόνο εκείνη τ’ άκουγε, για ξόρκια ερωτικά που σε βαλτότοπους τα είχαν κάνει νεαροί ρομαντικοί για την γυναίκα που αγαπούσαν κι ορκίζονταν γονατιστοί, πως πέθαιναν για εκείνη, πως είναι λύτρωση η αγάπη τους για την σπάνια πλήξη της, εκλιπαρώντας  όλοι τους – καθένας με τον τρόπο του – να διαλέξει έναν το παρθένο βλέμμα της, προτού ξιφομαχήσουν σε βαμμένο ηλιοβασίλεμα  μέχρι τον θάνατό τους, όχι με αυτές τις λέξεις δυστυχώς, αφού ήταν βαθιά ακαλλιέργητος και δεν μπορούσε επαρκώς τη φαντασία του να εκφράσει.

Τον Λεντς είχε δει ζωγραφισμένο από αλλοπαρμένους ταξιδιώτες κι αυτό τον είχε συγκινήσει, πριν τους σταυρώσουν και τους πέντε στην πλατεία του χωριού, με πρόφαση ότι ο Λεντς δεν ήταν έτσι, όσο αυτοί τραγούδαγαν ακόμα και στις τελευταίες τους στιγμές με φωνή τρεκλίζουσα και προφορά ακατέργαστη: «Mehr Licht! Meine Liebsten, mehr Licht!» και «Wir sind alle sterblich», λέξεις που δεν έμαθε ποτέ του τι σημαίνουν, κι αυτό τον έθλιβε όταν το σκεφτόταν, επειδή δεν γνώριζε κανέναν που να ξέρει να του πει. Αυτό ήταν εκείνος, κι άλλα ακόμη, αλλά τις λέξεις δεν μπορούσε να εντοπίσει κάποιος – κι ίσως να μην ήθελε – την εποχή εκείνη που η ζωή ήταν δύσκολη και τίποτα άλλο.

Είχε ένα προαίσθημα πως η ανθρωπότητα θα ερχόταν αντιμέτωπη με το κακό της φάντασμα, συλλογισμός ασυμβίβαστος που τον είχε ομολογήσει στη νεκρή μητέρα του όταν είχε επισκεφτεί τον τάφο που ήταν θαμμένη μαζί με άλλους δέκα.

Ένα σπόρο είχε φυτέψει μέσα εκεί που ευχόταν να φυτρώσει ελπίζοντας να ακούσει τη φωνή της, καθώς είχε το χάρισμα, αν και δεν τό’ ξερε κανένας, να μιλάει στα δέντρα κι αυτά να του απαντούν – όταν είχαν διάθεση και δεν τα ενοχλούσε.

Ήταν μήνες που ιχνηλατούσε η ανησυχία του το αδέξιο περπάτημά του – στοιχείο που τον έκανε συχνά επίκεντρο σε αστεία κακόγουστα, κακοπροαίρετα απ’ τη φύση τους. Κουβαλούσε δύο κουβάδες περπατώντας τον λασπόδρομο που οδηγούσε στο πηγάδι, ήθελε νερό και να επιστρέψει γρήγορα, γιατί οι οπές που έφεραν δεν του έδιναν την πολυτέλεια του χρόνου. Ένα συναίσθημα ανεξήγητο που η ανησυχία έφερνε, επιβράδυνε το βήμα του και φαντάστηκε πως η ακοή του αντιδρά σε θρήνους χορικούς που έρχονται πίσω απ΄τους λειμώνες.

Αναρωτήθηκε για ποιο λόγο ήθελε να πιει νερό. Κάτι τέτοιο μπορούσε να αποβεί μοιραίο εφόσον έτσι θα ζούσε λίγο ακόμα μέχρι να κλέψει το επόμενο ψωμί ή να αναζητήσει οίκτο που δεν ήθελε για να χορτάσει ελάχιστα το μικρό στομάχι του.

Αδυνατούσε να αγνοήσει πως υπήρξαν εποχές που και τρελός αν καταντούσε, ο κόσμος, έστω για να τον περιγελάσει, θα άκουγε τα λόγια του κι όσο πληγωτικό κι αν έμοιαζε το θέαμα του, στο τέλος μια δεκάρα θα την άφηναν στο πάτωμα και μάλλον θα έτρωγε χαρούμενος το βραδινό του γεύμα που δεν κατάλαβε κανείς, ότι αυτός που ξεδιάντροπα πετά το κέρμα του, για να ελεήσει κάποιον, πιο πολύ καταντημένος είναι. Πως αυτοί που ελεούν είναι το κρίμα. Πολύ κρύο ή πολλή ζέστη, αυτό σκεφτόταν, μα ποτέ το ενδιάμεσο. Τρέλα, τόση και μεγαλειώδης, που μια κοσμική λοβοτομή  μονάχα θα μπορούσε να την ηρεμήσει. Κι αν η ζωή του έτρεχε όπως την σχεδίασε; Τι μ’αυτό; Είχε δει πως μοιάζει ο κόσμος. Του άρεσε αυτό που έβλεπε; Τρία γεύματα την μέρα θα έσβηναν την πείνα του; Το ποτό που κολυμπούσε μέσα στο αίμα του θα έσβηνε άραγε την δίψα του, αν μπορούσε να το’χει σε αφθονία; Όχι. Η λαιμαργία, το ποτό, ο καπνός και η ηδονή – αν και σπάνια την είχε νιώσει – είναι ο τρόπος που κρυφά ομολογούσε  και απέφευγε την δυσαρέσκειά του απέναντι σ’ αυτό που οι άλλοι έλεγαν ζωή κι αυτός επιβίωση. Πως μυστικά προσευχόταν, ν’ανατρέψει κάτι ή κάποιος αυτό το δυσάρεστο ατύχημα. Την ύπαρξη. Διαφωνούσε με την ύπαρξη, κι ο τρόπος που παρέτεινε την δική του δεν είχε σχέση με τον δείκτη της νοημοσύνης του ή την ανθρώπινη αξία του. Ένας σκύλος ζούσε καλύτερα από εκείνον, όπως έφτασε να είναι κι αυτός ποτέ δεν ζούσε παρά μόνο επιβίωνε. Ήταν ό σκύλος πιο έξυπνος από εκείνον; Στην διάρκεια της ακούσιας λειτουργίας του ποτέ δεν επενέβαινε. Αν είχε, έτρωγε. Αν όχι, τότε ο αθόρυβος ίλιγγος που την πείνα του συνόδευε, ίσως έβαζε ένα τέλος στην ρυθμική καρδιά του ενώ κοιμόταν. Κι άλλος κόπος ήταν όποτε ξυπνούσε. Κόπος. Μπορούσε να διακόψει εκεί τη σκέψη του, να πει πως έφταιγε η ζαλάδα που απ’ το πρωί τον ενοχλούσε μα δεν σταμάτησε. Καταλάβαινε πως το προαίσθημα αυτό ήταν στην πραγματικότητα μια κρυφή ευχή. Ήταν στιγμή μεγάλη και προέκυψε έτσι, χωρίς κάτι να τη πυροδοτήσει. Ενέδωσε λοιπόν σε μια τρελαμένη φαντασίωση που έπαιρνε σχήμα στο μυαλό του, απ΄την οποία δεν ήξερε ακόμα πως δεν μπορούσε να επιστρέψει ζωντανός. Σκέφτηκε ανθρώπους να εμφανίζονται στο φως του απογεύματος, καβάλα σε γαϊδούρια με χαίτες νωπές από τα δάκρυα τους, φορτωμένα με σακιά που αίμα στάζουν, κι όσο πλησιάζουν, να οργιάζει η σκέψη σε όσους κοιτάζουν, πως μέλη ανθρώπινα, κομματιασμένα, ξεπροβάλλουν από μέσα τους, μάλλον συγγενικών τους προσώπων. Να κατεβαίνουν απ’τα ζώα γιατί αυτά πια δεν υπακούν και να φορτώνουν  στην πλάτη τους, αυτό που μέχρι χθες μόνο να φάει γινόταν και όχι να το φάνε, αυτό που τάιζε και τώρα ήταν να ταΐσεις κάπου έτσι όπως ήταν. Φωνές να σπάνε απ ‘το κλάμα πια και στάχτη να πέφτει απ’ τα σύννεφα από χαρτί καμένο που ήταν γραφτό το μέλλον τους όσο εκείνοι κατευθύνονται, καθένας σπίτι του, ενώ απ’τα παράθυρα, τις πόρτες, τις αυλές,  οι οικογένειες που βλέπουν αυτό, ξεχνάνε να μιλάνε. Με τα σακιά στην πλάτη να μπουν στο σπίτι και να μην τους ξανακούσει ή να τους δει για τρία χρόνια ολόκληρα, που αιώνες να τους έμοιαζαν. Τα γαϊδούρια να σταθούν ακίνητα ώσπου να πεθάνουν απ’ την πείνα κι οι λειμώνες, τα χωράφια, όλα ανεξήγητα κι απότομα να ξεραθούν, μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του. Ένα στοιχειό φτιαγμένο από όνειρα κακά και μοναξιά δυσβάσταχτη να γυρνάει στους δρόμους αδημονώντας να επαληθεύσει πως όποιος βγαίνει τον περιμένει ο θάνατος. Φαί να λιγοστεύει επικίνδυνα κι ο πανικός να δαιμονίζει άντρες τραχείς με ψυχές διαταραγμένες που κυνηγούν γυναίκες που κάποτε ερωτεύτηκαν για να τις βλάψουν στο κρύο τους σαλόνι πριν κρεμαστούν οι ίδιοι εκεί κάποια ανήσυχα μεσάνυχτα, που θα είχαν πειστεί πως αυτό ίσως κρατήσει για πάντα από τον Δικαστή της Νύχτας. Συνομωσίες αβάσιμες με στόχο τους το φόβο να διέδιδε  που να τις πίστευαν όλοι και λίγο-λίγο, ανασφαλείς, να έφταναν με τρόμο να υποδέχονται την πιο αθώα ηλιαχτίδα. Κι όλα αυτά τα φανταζόταν όχι γιατί ήταν κακόβουλος ή ζητούσε εκδίκηση για τα ατέλειωτα δεινά που του ΄χε δώσει η τύχη, μα απ΄ το αγκάθινο παράπονο που το φορούσε στέμμα, πως ήταν ο μόνος που στερήθηκε τα παιδικά του χρόνια τόσο απότομα και αυτά που ακολούθησαν δεν του χάρισαν ούτε μία στιγμή αγνής ευτυχίας, που δεν ένιωσε ούτε πέρα απ΄τα βουνά που τέλειωνε ο τόπος του κάποιο κάλεσμα ανθρώπινο που ήθελε να μοιραστεί μαζί του πως βασανίζεται εξίσου και να προσφέρει μια αγκαλιά χωρίς να περιμένει σαν παγίδα κάποιο αντάλλαγμα στην επόμενη αλέα με το όνομα του πάνω. Επειδή ήταν βέβαιο πως ήταν πολύ πιο πιθανό να καταφέρει να πλησιάσει τους ανθρώπους αφού χαθούν όλα από το να επιτρέψει η ψυχρή κανονικότητα να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις της και να αλλάξει τη ζωή του. Δάκρυσαν τα μάτια του όσο οι σκέψεις του αυτές είχαν τον έλεγχο για λίγο ακόμα ενώ εκείνος είπε σιγά μέσα απ’τα δόντια του «να πεθάνει ο ουρανός» κι ό ίδιος ρώτησε «γιατί» απαντώντας λέξεις που δεν είναι ανάγκη να γραφτούν ή να εξιστορήσει κάποιος γιατί με λεπτομέρεια περιέγραφαν πως έφτασε ως εκεί, κι ήταν ξεκάθαρο, αν υπήρχε χάρτης που οδηγεί στο είναι του, πως ήταν μάχη με όσα έχει μέσα του που νικητής δεν θα ΄βγαινε και μόνο βούρκος τον περίμενε. Θα μπορούσε να συνέχιζε για μια αιωνιότητα να ζει με αυτόν τον τρόπο. Αρκεί να υπήρχε άλλη μια ψυχή που να θύμιζε μια ρανίδα απ’τη δική του. Τώρα λοιπόν που η σκέψη του έφτιαχνε έναν κόσμο στερημένο απ’όσα του έλειπαν σε όλη τη ζωή του, ίσως να μην γυρόφερνε ταπεινωμένος αφού επιτέλους θα έμοιαζε στους άλλους ή αυτοί θα έμοιαζαν σε κείνον.

Μετά από χρόνια ένιωθε ξανά το ξεχασμένο αίσθημα της αποδοχής, κλεισμένος στο μυαλό του, εκεί, σε έναν λασπόδρομο ενός παρατημένου μέρους που ο ρόλος του ήταν να είναι ασθενικός και να αγνοείται από όλους. Ήταν παρηγοριά μεγάλη να συναντούσε ο κόσμος το πονεμένο ανδρείκελο στο οποίο ήταν φυλακισμένος και για πρώτη φορά να το έβλεπαν κι όχι απλώς να κοιτούσαν προς το μέρος του.

Μια χεληδόνα στάθηκε στην άκρη του πηγαδιού όσο η αδιέξοδη σκέψη του συνεχιζόταν κι επιβεβαίωνε όλο και περισσότερο πως εκείνος θα’ κλαιγε και θα ετοίμαζε ένα ξυράφι γενναιόδωρο αφού ο ήλιος θα έπεφτε, από δάκρυα πεντακάθαρα, για να πάρει τη ζωή του πριν έρθει αντιμέτωπος στην τελευταία του πνοή με έναν ακόμη τρόμο. Πως δεν υπάρχει κάτι μετά από αυτό, ενώ περήφανος ταυτόχρονα διάλεγε το τέλος αντί να αποδεχτεί πως θα’ναι πάλι μόνος στην Πείνα.

Γιώργος Κατσής / Τζούλιο

Φωτογραφία εξωφύλλου: Νίκος Πανταζάρας

Επιμέλεια: Μάνια Ζούση