Metamanias Θέατρο

Έστριψα το μαντήλι μου και έβαλα τα κλάματα

Λόγος ιλιγγιώδης και εξομολογητικός, σαρκαστικός και ενθουσιώδης, από μια ηλικία αχαρτογράφητη, που ακροβατεί βασανιστικά στο κενό ανάμεσα στην παιδικότητα και την ενηλικίωση. Η εφηβεία, αγωνιώδης και εκρηκτική ακραία ειλικρινής και αθώα, η πιο σκληρή για αυτό και πιο ποιητική στιγμή της ζωής, όπου όλα είναι ταχύτητα και θρίαμβος, ξεδιπλώνεται σε «Κύματα», μέσα από την ιστορία έξι φίλων, την ζωή των οποίων παρακολουθούμε με κομμένη την ανάσα. Μέσα από σπαράγματα λέξεων και φωνών, από την πρώτη μέρα στο σχολείο, έως την αποφοίτηση και την ενήλικη ζωή. Ο Δημήτρης Καραντζάς αγάπησε τα «Κύματα» της Βιρτζίνιας Γουλφ, τις λέξεις και την δόξα τους από τον Άρη Μπερλή που τα μετέφρασε μοναδικά και ξανάγινε έφηβος μαζί τους, πιο πολύ αθώος και πιο πολύ σοφός. Και άκουσε τη σπαρακτική και αγωνιώδη φωνή των ηθοποιών να εξομολογούνται προκαλώντας στο κοινό χαμόγελα και δάκρυα. Όλοι τους ξεχωριστοί: Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Γιώργος Βουρδαμής-Μαυρογένης, Ιωάννα Πιατά, Ελίνα Ρίζου, Μιχάλης Σαράντης, Αινείας Τσαμάτης.
Καθισμένοι στους ξύλινους αυστηρούς πάγκους μιας αίθουσας που θα μπορούσε να ήταν προσομοίωση σχολικής τάξης, γινόμαστε μάρτυρες της περιχαρακωμένης, ασφυκτιούσας μαθητικής ζωής που κρατά σημειώσεις σε ένα μικρό σημειωματάριο(επιλεγμένα με σκέψη σκηνικά αντικείμενα από την Κλειώ Μπομπότη υποδηλώνουν την μικρή κλίμακα μιας κλειστής αίθουσας και πνιγηρής μαθητικής ζωής. Με τον ίδιο τρόπο που τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη αναδεικνύουν χαρακτηριστικά των ηρώων). «Μακριά από το σπίτι μου τα μάτια μου τσούζουν από τα δάκρυα, όλα εδώ είναι ψεύτικα, φτηνά», λένε τα κορίτσια σχολιάζοντας την ομοιομορφία των ρούχων τους, «όλες ντυμένες στα καφέ», που καλύπτουν την γυναικεία φιλαρέσκεια, μετατρέποντάς τες σε «άφυλες». Και δυσανασχετούν και θυμώνουν: «μου αφαίρεσαν την ταυτότητά μου», «άγνωστοι μεταξύ αγνώστων», «δεν έχω πρόσωπο, έψαξα να βρω ένα πρόσωπο», «εδώ είμαστε όλοι ίσοι», «κάθε φύλλο ημερολογίου, το σκίζω, το κάνω μπαλάκι, εκδικούμαι την μέρα. Πέθανες τώρα σχολική μέρα».
Σκληροί, τρυφεροί και ευφυείς, οι έξι έφηβοι απευθύνονται στο κοινό σαν να γράφουν ημερολόγιο, κάνοντας τις σκέψεις τους λέξεις: «θα κάνω είδωλα που μπορώ να τα θάψω στη γη: το σχολείο, την τάξη, την τραπεζαρία, το παρεκκλήσι, τα πορτραίτα των γέρων ευεργετών ».
Η ζωή προχωρά και εκείνοι αλλάζουν, άλλοι με ένα «αλλόκοτο κράμα αυτοπεποίθησης και δειλίας», άλλοι εφευρίσκοντας προσωπικούς κώδικες διάσωσης και πρόσκαιρης διαφυγής : «Αν δεν στρίψω το μαντήλι μου θα βάλω τα κλάματα».
Η φύση θριαμβεύει μαζί με την ζωή όταν «κάτω από το Π θα γράψω Πεταλουδόσκονη» και οι σχολικοί πάγκοι γίνονται κρυψώνες ερώτων, απομόνωσης και περισυλλογής, εξομολογητήριο. Φωλιά όπου τα αγόρια και τα κορίτσια μπορούν να ακούσουν τα Κύματα και δωμάτιο για να παίξουν το τραγούδι τους.
Οι μέρες περνούν, οι έφηβοι μεγαλώνουν, με διαφορετικά όνειρα και στόχους, αναρωτιούνται και απορούν, απογοητεύονται και ξαναπροσπαθούν , «θα πετύχω κάποτε στη ζωή μου» λένε, ερωτεύονται, αλλάζουν και ψηλαφούν τη ζωή, προσπαθώντας να αντιληφθούν το μυστήριό της.
Και έρχεται η πρώτη μέρα των θερινών διακοπών, πρώτη μέρα μιας νέας ζωής, ώρα που ο καθένας καλείται να γράψει την δική του ιστορία, όταν «η ελευθερία θα ξετυλιχθεί και η πειθαρχία θα γίνει κομμάτια». Είναι τότε που «η ζωή θα μας χωρίσει … και θα λείψουν κάποιες χαρές». Είναι τότε που όλοι θα συμφωνήσουν πως «χρησιμοποιούμε τους φίλους για να μετρήσουμε το δικό μας ανάστημα» και «ο χαρακτήρας μας είναι φτιαγμένος από τα ερεθίσματα που μας παρέχουν οι άλλοι».
Και η τελική παραδοχή πως «καθώς είμαστε έτοιμοι να χωρίσουμε κάτι δημιουργείται», φτάνει για να κάνει τα μάτια να θολώσουν.
Είναι τότε που οι τοίχοι μετακινούνται, η αίθουσα μεγαλώνει και βαθαίνει και αποκαλύπτει δυο ηλεκτρικές κιθάρες να γλιστράνε με μαεστρία και ορμή πάνω σε μεταλλικά δάχτυλα σαν Κύματα στον βράχο. Είναι η ώρα που η ηχητική σκηνοθεσία του Δημήτρη Καμαρωτού κάνει την δική της υπόκλιση με ένα απρόσμενο φινάλε.

Μάνια Ζούση