Βιβλίο

Βαγγέλης Ραπτόπουλος: Η «Λεσβία» είναι ένα μεταφυσικό θρίλερ

«Η ομοφυλοφιλία έλειπε από το ρεπερτόριό μου, μολονότι η θεματολογία μου υπήρξε κατά περιόδους έντονα ερωτική» υποστηρίζει στην συνέντευξη που παραχώρησε στην Ειρήνη Δερμιτζάκη και το artplay.gr ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, με αφορμή

την πρόσφατη κυκλοφορία από τις εκδόσεις Κέδρος του νέου του βιβλίου «Λεσβία»

«Η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι περισσότερο υπό διωγμό στην κοινωνία μας, πιο κρυμμένη κάτω από το χαλί, πιο αόρατη.

Αντιθέτως, το κυρίαρχο μοντέλο του ετεροφυλόφιλου έρωτα πάσχει σήμερα από έναν μαρασμό του συναισθήματος και μου φαίνεται όλο και πιο ατροφικό», προσθέτει.

Στη «Λεσβία» το αρσενικό εκπροσωπείται από μια βεντάλια δευτερευόντων χαρακτήρων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο βιαστής της ηρωίδας, ένας ντοπαρισμένος, μισοσαλεμένος χούλιγκαν. Στη νεοελληνική λογοτεχνία δεν νομίζω ότι έχει καταγραφεί ξανά σε τέτοια έκταση ο εν λόγω ανθρωπότυπος», σημειώνει ο συγγραφέας.

 

lllllllllllllllllll

 

Συνέντευξη στην Ειρήνη Δερμιτζάκη

 

«Το νέο βιβλίο του Βαγγέλη Ραπτόπουλου μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κέδρος και διαβάζεται απνευστί. Ας είναι καλά η τεχνολογία που εκμηδένισε την απόσταση Λονδίνο-Αθήνα και μας βοήθησε να μιλήσουμε για το βιβλίο του και άλλα ωραία πράγματα»

Ήθελα να σε ρωτήσω αρχικά γιατί έγραψες αυτό το βιβλίο. Τι ήταν αυτό που μέσα σου σε έκανε να πεις ότι εγώ θέλω να πω αυτήν την ιστορία.

«Ο Στίβεν Κινγκ λέει ότι το γράψιμο μοιάζει με ανασκαφή. Αρχίζεις να σκάβεις νομίζοντας ότι βρήκες έναν αρχαίο τάφο, και τελικά φέρνεις στο φως ολόκληρη νεκρόπολη. Και αντιστρόφως. Επομένως, στο βάθος, δεν έχω απάντηση. Πίσω από κάθε ιστορία ή βιβλίο κρύβεται ένα μωσαϊκό, ένα παλίμψηστο από κίνητρα. Η ομοφυλοφιλία έλειπε από το ρεπερτόριό μου, μολονότι η θεματολογία μου υπήρξε κατά περιόδους έντονα ερωτική. Και ασφαλώς μπορώ να συναισθανθώ ευκολότερα μια λεσβία, αφού λατρεύουμε και οι δύο τις γυναίκες, παρά έναν ομοφυλόφιλο. Είχα και έχω στενούς φίλους ομοφυλόφιλους, άντρες και γυναίκες. Η γυναικεία ομοφυλοφιλία είναι περισσότερο υπό διωγμό στην κοινωνία μας, πιο κρυμμένη κάτω από το χαλί, πιο αόρατη. Στο τσίρκο των μίντια, φέρ’ ειπείν, θα βρεις πολλούς άντρες που παραδέχονται ανοιχτά την ομοφυλοφιλία τους, και σχεδόν καμία γυναίκα. Για τις λεσβίες μιλούν πίσω από την πλάτη τους, δεν το ομολογούν οι ίδιες. Μια κοινότητα απ’ αυτές που βάζουν στο στόχαστρο οι νεοναζί και οι νεοφασίστες, μια μειοψηφική κοινότητα υπό ερωτικό διωγμό είναι το τέλειο περιβάλλον για να ανθίσει ένας φλογερός, παθιασμένος έρωτας. Αντιθέτως, το κυρίαρχο μοντέλο του ετεροφυλόφιλου έρωτα πάσχει σήμερα από έναν μαρασμό του συναισθήματος και μου φαίνεται όλο και πιο ατροφικό. Το άλλο μείζον θέμα είναι ο ρόλος του ανδρικού φύλου. Στη «Λεσβία» το αρσενικό εκπροσωπείται από μια βεντάλια δευτερευόντων χαρακτήρων. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ο βιαστής της ηρωίδας, ένας ντοπαρισμένος, μισοσαλεμένος χούλιγκαν. Στη νεοελληνική λογοτεχνία δεν νομίζω ότι έχει καταγραφεί ξανά σε τέτοια έκταση ο εν λόγω ανθρωπότυπος.  Όπως είναι φυσικό, το ρόλο του Κακού στο σύμπαν αυτής της ιστορίας όπου υπερισχύουν η γυναικεία ομοφυλοφιλία και γενικά το θηλυκό, το ρόλο του αντίθετου πόλου καταλαμβάνει ένα αποκτηνωμένο αρσενικό. Η παραβατική συμπεριφορά τού συγκεκριμένου ήρωα γεννάει αστυνομική πλοκή, κι έτσι η «Λεσβία» είναι μια ιστορία νουάρ, ένα θρίλερ. Τέλος, υπάρχει και ένας τρίτος πυλώνας του βιβλίου μου, που το καθιστά ένα μεταφυσικό θρίλερ. Αλλά όχι όπως το συνηθίσαμε στη λογοτεχνία του φανταστικού, με τις γοτθικές καταβολές. Στην προκειμένη περίπτωση, εννοώ ένα είδος όχι λατινοαμερικάνικου, αλλά μεσογειακού μαγικού ρεαλισμού. Τι απουσιάζει οικτρά από τον απομαγεμένο, τεχνοκρατικό, υποδουλωμένο στο χρήμα κόσμο μας; Και τι ευθύνεται για το σημερινό πεσμένο ηθικό μας, όπου, αντί να βγαίνουμε, βουλιάζουμε όλο και βαθύτερα στην οικονομική κρίση; Η χαμένη αίσθηση του ιερού, της μαγείας, από μια φυσιοκρατική, παγανιστική σκοπιά.  Στη «Λεσβία» έχουμε, κατ’ αρχάς, την προφανή ερωτική μαγεία, που δεν σαγηνεύει απλώς, αλλά σκλαβώνει τις ηρωίδες μου. Έχουμε μια εναλλακτική, κατοπτρική διάσταση του χρόνου, που εκδηλώνεται μέσα από προφητικά όνειρα. Έχουμε τηλεπαθητική επικοινωνία, και φυσιογνωμικές ομοιότητες τέτοιας εξωφρενικής συμμετρίας, ώστε να ανακαλείται το θαύμα. Έχουμε σημαδιακές, μοιραίες συμπτώσεις και στιγμές ιερές ή μαγικές. Καθόλου τυχαία, ένας άλλος πιθανός τίτλος ήταν: «Μαγεμένη».  Είναι πασιφανές ότι ένα τόσο περίπλοκο κατασκεύασμα χρειάζεται χρόνια ψυχικής επώασης και δεν είναι αποτέλεσμα μιας ξαφνικής παρόρμησης, όπου σου αποκαλύπτεται χοντρικά η ιστορία. Σ’ εμένα τουλάχιστον δεν λειτουργεί έτσι η έμπνευση».

-Γιατί διάλεξες αυτόν τον τίτλο;

«Ο τίτλος «Λεσβία» μου ήρθε εξαρχής. Μάλιστα, οι εναρκτήριες φράσεις του μυθιστορήματος τον προϋποθέτουν: «Η Βιβή είναι. Η Μελίνα όχι, τουλάχιστον ακόμα. Θα μπορούσες να πεις, όχι τόσο, και πάλι μέσα θα ήσουν. Ίσως και ακόμα πιο μέσα…»  Σε όλη την έκταση του βιβλίου, η πρωταγωνίστριά μου διερωτάται κατά πόσο είναι ή δεν είναι λεσβία. Ή, ίσως, τι είδους λεσβία είναι. Γιατί η Μελίνα απέχει από το στερεότυπο του παρελθόντος, μοιάζει περισσότερο με μπαϊσέξουαλ, αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στα δύο φύλα, έλκεται από γυναίκες αλλά και από άντρες.  Ο τύπος της συνιστά μια αναδυόμενη τάση και ενσαρκώνει μια διάσταση ρευστότητας του φύλου, ρευστότητας της σεξουαλικής ταυτότητας. Ζούμε σε μια εποχή σύγχυσης των ορίων των φύλων, σε μια εποχή αναθεώρησής τους. Με τις γυναίκες να γίνονται όλο και πιο δυναμικές και ανεξάρτητες, και με τους άντρες να βιώνουν μια εκθήλυνση του στερεοτύπου τους. Ο τίτλος μου, λοιπόν, αναφέρεται σε ένα νέο, σύγχρονο είδος λεσβίας, έχουμε να κάνουμε με μια ανανοηματοδότηση της λέξης, υπογραμμίζω τη διεύρυνση της σημασίας της, την επανατοποθετώ σε σχέση με το περιεχόμενό της. Κατά τα άλλα, όταν άρχισα να γράφω, και ενώ ήξερα ήδη τον τίτλο, το μυαλό μου έπαιζε και με την τρελή ιδέα ότι η λέξη «λεσβία» περιέχει και τη «βία». Ότι δηλαδή, υπονοείται και ο βιαστής της ηρωίδας μου, και μαζί και η βία της κοινωνίας απέναντι σε κάθε αποκλίνοντα σεξουαλικό προσανατολισμό. Φυσικά δεν στέκει κάτι τέτοιο ετυμολογικά, είναι δική μου φαντασίωση και προβολή, ανακάλυψη πες, σε εισαγωγικά. Είναι ενδεικτικό της μανίας μου να συστεγάσω και τον βιαστή της ηρωίδας μου υπό τον τίτλο του μυθιστορήματος, και την κοινωνική βία που υφίστανται οι λεσβίες”.

-Πιστεύεις ότι το βιβλίο απευθύνεται μόνο σε γκέι κοινό;

«Ακριβώς το αντίθετο ισχύει. Και μάλιστα, το μυθιστόρημά μου είναι μέρος ενός ευρύτερου, παγκόσμιου ρεύματος, ακόμη και στον κινηματογράφο, όπου η διαχείριση ανάλογων θεμάτων, φύλου ή σεξουαλικής ταυτότητας, γίνεται με παρόμοιους όρους. Δηλαδή, εξερευνούμε όχι τις όψεις των ερωτικών αυτών σχέσεων που τις χωρίζουν, αλλά εκείνες που τις ενώνουν με το κυρίαρχο μοντέλο του ετεροφυλόφιλου έρωτα.  Θα έλεγα ότι η «Λεσβία» απευθύνεται κυρίως σε όλους και όλες όσοι δεν είναι ομοφυλόφιλοι, ωθώντας τους να προβληματιστούν για τα όρια του δικού τους φύλου, της δικής τους ταυτότητας. Και φυσικά, το βιβλίο μου ανοίγει χώρο, κάνει χώρο στις λεσβίες και στους ομοφυλόφιλους, διευκολύνοντας τους αγώνες τους για απελευθέρωση από το γκέτο όπου τους εγκλωβίζει η κοινωνία.  Αν σκεφτείς ότι το μυθιστόρημα εκδίδεται λίγους μήνες μετά την ψήφιση του «συμφώνου συμβίωσης ανάμεσα στα ομόφυλα ζευγάρια», αποδεικνύεται εξαιρετικά επίκαιρο. Αλλά ήταν μες στις προθέσεις μου, η απόπειρα να εκφράσω λογοτεχνικά τη σύγχρονη εποχή, το παρόν μας. Η λογοτεχνία αγγίζει μεν τα αιώνια υπαρξιακά θέματα, αλλά δεν μπορεί παρά να το κάνει μέσα από το πνεύμα τού συλλογικού εδώ-και-τώρα”.

-Υποθέτω πως σαν άντρας δημιουργός βρίσκεις ενδιαφέρον το να ερευνήσεις την γυναικεία ψυχολογία. Στο συγκεκριμένο σου βιβλίο ένιωσα πως οι δυο ηρωίδες έμειναν σε ένα επίπεδο. Το ίδιο αισθάνθηκα και με την σχέση τους ότι έμεινε στο επίπεδο της σωματικής επαφής. Ήταν εσκεμμένη αυτή η προσέγγιση;

«Τίποτα δεν είναι εσκεμμένο στο γραπτό μου, και την ίδια στιγμή είναι εσκεμμένα όλα.  Στα δικά μου μάτια, ο παράφορος έρωτας ανάμεσα σε δυο ανθρώπους αυτό ακριβώς πετυχαίνει: την απόλυτη ταύτιση ψυχής και σώματος. Το μυαλό, ο νους, η λογική μπορεί να λέει, και συνήθως λέει, άλλα από το σώμα σου. Σώμα και ψυχή, όμως, είναι το ίδιο πράγμα όταν είσαι αληθινά ερωτευμένος.  Ιδίως στις σκηνές όπου περιγράφεται και ζωντανεύει η σεξουαλική ζωή των δύο ηρωίδων μου, νομίζω ότι είναι εμφανώς συντονισμένα τα σώματα και οι ψυχές τους. Αντιθέτως, στον κόσμο που μας περιβάλλει, συναντάμε συχνά την άλλη όψη: ενός διαζυγίου ανάμεσα σε σώμα και ψυχή. Ένα διαζύγιο στο οποίο οφείλονται πολλά, από το αίσθημα της εκπόρνευσης στον έρωτα έως το ανικανοποίητο και τις νευρώσεις του.  Εκεί έξω, αυτά είναι που βλέπουμε συνήθως, ή την πορνογραφική όψη των πραγμάτων, ή την ανηδονική, την ανοργασμική. Όταν, όμως, δυο άνθρωποι ερωτευτούν αυθεντικά, είτε μιλάμε για ετεροφυλόφιλο ή ομοφυλόφιλο, για αντρικό ή γυναικείο έρωτα, η ψυχολογία είναι κοινή, όπως και η γλώσσα του σώματος. Όλα τα ανθρώπινα πλάσματα στα στοιχειώδη τους, στα αρχετυπικά, είναι ολόιδια”.

-Γιατί διάλεξες τη δεκαετία του ενενήντα για να πεις την ιστορία σου;

«Δεν το διάλεξα ακριβώς. Ένα μέρος από το βιογραφικό υλικό του βιαστή της ηρωίδας μου είναι δανεικό από ένα εγχειρίδιο ψυχιατρικής. Και επειδή το πρωτότυπο υλικό ήταν προσηλωμένο σ’ εκείνη την εποχή, αποφάσισα να μην το μετακινήσω.  Μια πιθανή χρονολογική αλλαγή θα συμπαρέσυρε ένα σωρό πραγματολογικά στοιχεία, και μαζί τους μια ψυχική στάση, μια συμπεριφορά, που δεν ήθελα να θυσιάσω. Οπότε και αναγκάστηκα να μεταφέρω ολόκληρη την ιστορία της «Λεσβίας» στις αρχές της δεκαετίας του ’90.  Έχασα έτσι την ευκαιρία να εκμοντερνίσω την ιστορία μου, να αποτυπώσω τα εντελώς ζέοντα σύγχρονα χαρακτηριστικά, όπως είναι ο ψηφιακός κόσμος και οι ποικίλες ηλεκτρονικές συσκευές που ορίζουν σήμερα τις ζωές μας.  Από την άλλη, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ήταν που άρχισαν να συγχέονται τα δύο φύλα, τουλάχιστον στην Ελλάδα, και τότε άρχιζε να ανατέλλει ο ψηφιακός κόσμος. Στις αρχές εκείνης της δεκαετίας τέθηκαν τα θεμέλια αυτού που ζούμε τώρα. Είναι η είσοδος, η πύλη προς την εποχή μας».

-Ένα από τα ερωτήματα του βιβλίου θα μπορούσα να πω είναι έρωτας ή συμβιβασμός; Μήπως τελικά με το που μεγαλώνουμε είναι αναπόφευκτο να συμβιβαζόμαστε;

«Σίγουρα γίνεσαι πιο συμβιβαστικός, αν και όχι υποχρεωτικά με την αρνητική έννοια. Δηλαδή, όχι υποχρεωτικά συμβιβασμένος. Εξάλλου αυτά τα δίπολα είναι πάντα άστοχα και χονδροειδή, υπεραπλουστευτικά, τα χρησιμοποιούμε για να συνεννοούμαστε σε γενικές γραμμές.  Έρωτας ή συμβιβασμός; Πρώτον, δεν γίνεται να είσαι διαρκώς ερωτευμένος, αυτό είναι θεμελιώδες μάθημα στη ζωή. Και δεύτερον, συχνά αναγκάζεσαι να συμβιβαστείς, γιατί απλούστατα δεν γίνεται αλλιώς.  Το θέμα, το μέγα θέμα, είναι να ξέρεις πότε «δεν γίνεται αλλιώς», πότε πρέπει να συμβιβαστείς, κάτι καθόλου εύκολο. Τον έρωτα, πάντως, οπωσδήποτε δεν τον ελέγχεις, γεννιέται όποτε του καπνίσει.  Υπό μία άλλη έννοια, όμως, οι συμβιβασμοί που προηγούνται, καλλιεργούν το έδαφος για τον επερχόμενο έρωτα. Και μάλιστα, ίσως ο έρωτας να είναι σφοδρότερος, όσο πιο μεγάλους ή παρατεταμένους συμβιβασμούς έχεις κάνει.  Πρόκειται για θέμα κυριολεκτικά ανεξάντλητο».

-Πού βρίσκεις την έμπνευσή σου;

«Υποτίθεται ότι έρχεται και με βρίσκει εκείνη. Στην πραγματικότητα, η ίδια η ζωή σε κάνει να πάλλεσαι σαν χορδή, και παράγεις τον όποιο ήχο, γλυκόλαλο ή παράφωνο, μπορεί να εκπέμψει το έργο σου.  Σε κάνει να πάλλεσαι σαν χορδή η ίδια η ζωή, δηλαδή οι άλλοι. Οι άλλοι έχουν τον πρώτο λόγο, η κοινωνία, αυτοί είναι το παν, εσύ δεν υπάρχεις στο βάθος, δεν υφίστασαι, το εγώ είναι μια αυταπάτη, ουσιαστικά είσαι κρίκος μιας αλυσίδας, μιας συμπαντικής ολότητας. Εσύ είσαι εμείς».

-Γράφεις κάτι καινούριο αυτήν την περίοδο;

«Πάντα γράφω, και πάντα διαβάζω, δεν μπορείς να είσαι λίγο συγγραφέας.  Και δεν είναι μόνο οι καινούριες ιδέες που αναβλύζουν στο κεφάλι μου, αλλά και οι παλιές που έχουν κολλήσει κάπου στη μέση. Τα συρτάρια μου, και ο σκληρός δίσκος του υπολογιστή μου, είναι γεμάτα από ημιτελή γραπτά.  Εν πάση περιπτώσει, αυτό τον καιρό προσπαθώ να ολοκληρώσω ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ερωτικό κατά βάση και πάλι, από το οποίο έχω ήδη γράψει σχεδόν το μισό».

Ειρήνη Δερμιτζάκη