Βιβλίο Οι δημιουργοί γράφουν

«Οι άνθρωποι αγαπούν τις ιστορίες, εγώ ζω από αυτές»

 «Η ιστορία του βιβλίου βασίζεται σε πραγματικό γεγονός που συνέβη τον Αύγουστο του 1947 στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, και το οποίο βρήκα καταγεγραμμένο στις προσωπικές σημειώσεις του παππού μου”, έγραφε στο artplay.gr τον περασμένο Μάρτιο η 34χρονη βραβευμένη συγγραφέας Μαριλένα  Παπαϊωάννου με αφορμή την μεταφορά στο θέατρο ( στο αφιέρωμα για τον Εμφύλιο από την Πειραματικη Σκηνή του Εθνικού)  του δεύτερου βιβλίου της «Κατεβαίνει ο Καμουζάς στους φούρνους»( εκδόσεις Εστία), που επανέρχεται από 31 Νοεμβρίου 2016 κάθε Δευτέρα και Τρίτη στις 6.30μ.μ στο θέατρο Avaton, σε σκηνοθεσία Μαρίας Αιγινήτου.

BA5Y1152 S

Το βιβλίο στέκεται «σε ένα μικρό θαύμα». Την πράξη του χωροφύλακα υπηρεσίας στην Ασφάλεια Θεσσαλονίκης εκείνο τον Αύγουστο του 1947, να γεμίζει κρυφά τα παγούρια των κρατουμένων στα κελιά με δροσερό νερό! «Μια πράξη ευεργετική για τα σώματα και τις ψυχές των κρατουμένων», όπως γράφει η Μαριλένα:

«Την περίοδο των μαζικών συλλήψεων, εκτοπισμών σε τόπους εξορίας και εκτελέσεων αριστερών και συμπαθούντων την αριστερά ανδρών και γυναικών, σ’ ένα μικροσκοπικό κελί, βρίσκονται στοιβαγμένοι καμιά εικοσιπενταριά άνδρες, εκ των οποίων οι περισσότεροι είναι δάσκαλοι, καλλιτέχνες και επιστήμονες. Περιμένοντας να μάθουν «τι θ’ απογίνουν…», όπως γράφει ο παππούς μου, και σε συνθήκες φρικτής ζέστης και βρώμας, κάθε μεσημέρι, στα κρατητήρια συμβαίνει ένα μικρό θαύμα. Ο χωροφύλακας υπηρεσίας, ένας από τους «άλλους», εμφανίζεται μπρος απ’ τα κελιά των ανδρών, και ενώ τους βρίζει ουρλιάζοντας χυδαία, γεμίζει κρυφά τα παγούρια τους με νερό που φέρνει από την παγωνιέρα της αστυνομίας. Ο παππούς μου περιγράφει αυτό το σκηνικό σε δύο παραγράφους, με τρόπο ψύχραιμο και αποστασιοποιημένο, αφήνει όμως ξεκάθαρα να φανεί πως η πράξη αυτή υπήρξε ευεργετική, αν όχι σωτήρια, για τα σώματα, και κυρίως για τις ψυχές, των κρατουμένων. Όταν το διάβασα, σχεδόν δεν μπορούσα να το πιστέψω. Με συγκλόνισε, έμεινε χαραγμένο στη σκέψη και στην καρδιά μου, κι έκτοτε δεν ξεκόλλησε ποτέ. Με παρακίνησε σιγά σιγά –κι υποσυνείδητα– να πλάσω μια ιστορία γύρω από το συγκεκριμένο συμβάν, απλά και μόνο για να μπορέσω να μοιραστώ το μεγαλείο της ομορφιάς του. Αν και το όνομα του χωροφύλακα δεν υπάρχει στις σημειώσεις του παππού μου (ίσως μάλιστα να μην το γνώριζαν οι κρατούμενοι), η κίνησή του στα μάτια και στην ψυχή μου καταγράφηκε ως ένα συγκινητικό δείγμα ανθρωπιάς. Ήταν συγκλονιστική, γιατί μέσα της έκλεισε όλη την απλότητα μα και τη δύναμη της ανθρώπινης ψυχής.

Για να μπορέσω να πλάσω μια πειστική ιστορία γύρω από το συμβάν αυτό, χρειάστηκε βέβαια να κάνω και την ανάλογη έρευνα γύρω από τον Εμφύλιο. Από παιδί, η περίοδος αυτή με απασχολούσε πολύ, είχα ανέκαθεν την περιέργεια να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη εκείνα τα χρόνια και γιατί είναι τόσο εμφανή τα ίχνη τους στις ζωές των σημερινών Ελλήνων. Πέρα από τις σημειώσεις του παππού μου και τις προφορικές αφηγήσεις των δικών μου, ανέτρεξα σε ιστορικά βιβλία, ντοκουμέντα και αρχεία, αλλά και σε υλικό που έχει καταγραφεί σχετικά με τις συνθήκες κράτησης των πολιτικών κρατουμένων, τους τόπους εξορίας, τις φυλακές και τα έκτακτα στρατοδικεία. Έπεσα πάνω σε ανατριχιαστικά στοιχεία, πολλά από τα οποία μου φάνηκαν σχεδόν μη πιστευτά. Διάβασα κι άκουσα πράγματα που μ’ έκαναν να ντρέπομαι που είμαι άνθρωπος, μα κι άλλα που μ’ έκαναν να νιώσω βαθιά συγκίνηση. Εξ ου και αποφάσισα να εισάγω ένα φανταστικό πρόσωπο στην ιστορία μου, τη Γαλιανή. Ήθελα με κάποιον τρόπο να μπορώ να «βγάζω» τους κρατούμενους από τον πραγματικό τους κόσμο και να τους βάζω, για λίγο, σε έναν φανταστικό. Ήθελα, περιμένοντας τον θάνατό τους, οι άνθρωποι αυτοί να μπορούν να ονειρεύονται τη ζωή.

Για να είμαι ειλικρινής, δεν περίμενα ότι η ιστορία μου θα συγκινούσε ιδιαίτερα τους νέους ανθρώπους. Αφορά σε καταστάσεις που δεν έχουμε βιώσει – μάλιστα, πολλοί νέοι άνθρωποι ίσως να μην έχουν ακούσει και τίποτε για τα όσα διαδραματίστηκαν εκείνα τα χρόνια. Ευτυχώς, όμως, διαψεύστηκα – η Μαρία (Αιγινίτου) μου έδειξε με τον τρόπο της ότι η ιστορία μου με κάποιον τρόπο τη συγκίνησε, ίσως όχι όπως εμένα, αλλά πάντως έντονα. Τόσο έντονα που θέλησε να την πάει παρακάτω, να τη φέρει στη σκηνή. Όταν μου επικοινώνησε την επιθυμία της, φούσκωσα από χαρά, όχι επειδή το βιβλίο μου θα γινόταν παράσταση, αλλά επειδή με έπεισε ότι αγαπά την ιστορία αυτή όσο κι εγώ. Κι αυτό, σαν άνθρωπο, με συγκίνησε και με τίμησε.

Γενικά πιστεύω πολύ στη δύναμη της ιστορίας. Οι άνθρωποι αγαπούν τις ιστορίες. Εγώ ζω από αυτές, ζω για να τις ακούω, ζω και για να τις δημιουργώ.  Νομίζω πως αποτελούν κινητήρια δύναμη για τη ζωή. Ειδικά εκείνες που φέρνουν στο φως τις πιο φωτεινές πτυχές της ανθρώπινης φύσης. Των ανθρώπινων σχέσεων.

Κι εγώ αυτό ήθελα να κάνω, δηλαδή αυτό κατάλαβα στην πορεία. Ήθελα να φτιάξω μια ιστορία που να μιλάει για τη δύναμη των σχέσεων που σφυρηλατούνται κι ανθίζουν μέσα σε αντίξοες συνθήκες. Για τη δύναμη που πηγάζει από τη θέληση του ανθρώπου για ζωή. Για το φως που υπάρχει πάντα μέσα στο σκοτάδι, για την έμφυτη και ζωτική ανάγκη του ανθρώπου για   δημιουργία. Για όλα τα ωραία που ανακαλύπτει κανείς μέσα στα πιο βαθιά σκοτάδια της ανθρώπινης, σκληρής, Ιστορίας».

Μαριλένα Παπαϊωάννου

thumbnail

 

Η Μαριλένα Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1982 στην Αθήνα. Σπούδασε Μοριακή Βιολογία και Γενετική, και εργάστηκε ως πανεπιστημιακή ερευνήτρια στη Γενεύη και τη Νέα Υόρκη, ενώ παράλληλα εξακολουθούσε την εκπαίδευσή της στον σύγχρονο χορό.

Το 2013 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Εστία το πρώτο της μυθιστόρημα « Νικήτας Δέλτα»  (Βραβείο Νέου Λογοτέχνη περιοδικού Κλεψύδρα για το 2013, από κοινού με τον Γιάννη Αστερή).

Σήμερα ζει στην Αθήνα και ασχολείται με τον χορό και τη λογοτεχνία .