featured Βιβλίο

Χριστόφορος Λιοντάκης: «Η γραφή πρέπει να είναι παρηγοριά»

Τον συναντώ συχνά στους δρόμους της πόλης, περιπατητή και περιπλανώμενο, άλλοτε μοναχικό και άλλοτε συντροφιά με φίλους, να συζητά και να χαίρεται τις στιγμές της συνάντησης κι ίσως, όπως λέει και ο μεγάλος ομότεχνός του Μπωντλαίρ, να προσπαθεί «να παγιδέψει το καθημερινό και το ασήμαντο, προσδίδοντάς του οικουμενικές διαστάσεις»

Επιχειρώντας μια χειρονομία του ελάχιστου και του ταπεινού μέσα από το μεγαλείο των προσώπων και των πραγμάτων αλλά και τον θρίαμβο της  φύσης, ο ποιητής Χριστόφορος Λιοντάκης   «με μεγάλη συγκίνηση» όπως ομολογεί , έγραψε μια σειρά από μικρά αφηγήματα για τον γενέθλιο τόπο του, το χωριό Ίνι της ανατολικής Μεσαράς στην Κρήτη, όπου έζησε από το 1945 έως το 1956. Και μέσα από το φαινομενικά ασήμαντο και βαθιά αθώο, μας παρέδωσε τον «Μεγάλο Δρόμο» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Γαβριηλίδη». Είναι αμέσως μετά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, εποχή μεγάλης φτώχιας και στέρησης. «Στο σπίτι μας υπήρχαν πολλά πένθη που με σημάδεψαν. Σε τόνους χαμηλούς προσπάθησα να εκφράσω βιώματα με έναν τρόπο λιτό και υπαινικτικό. Αναφέρομαι σε πρόσωπα του οικογενειακού μου περιβάλλοντος, σε φίλους, σε συγχωριανούς και σε ανθρώπους, ανάμεσα στους οποίους  καταλυτικό ρόλο έπαιξε η γιαγιά μου. Η ενσάρκωση της αγάπης, της αφοσίωσης, της απλότητας, της δοτικότητας, που υπήρχε μόνο για τους άλλους και ποτέ για τον εαυτό της, ένα πρόσωπο τραγικό, με έναν άνδρα αυτόχειρα. Την αγάπησα περισσότερο κι από την μητέρα μου. Κι έζησα μαζί της τις πιο αγνές, αγαπητικές στιγμές της ζωής μου».

«Ο Μεγάλος Δρόμος» είναι ένα βιβλίο γεμάτο μνήμες «συνεχώς παρούσες, έντονες, καθώς στα παιδικά μας χρόνια διαμορφώνονται τα πάντα», όπως σημειώνει. «Ο Ρεμπώ από  τον οποίο είναι εμπνευσμένος και ο τίτλος , λέει στο «Μια Εποχή στην Κόλαση» : τα παιδικά μου χρόνια, ο παντός καιρού μεγάλος δρόμος».

Στον γενέθλιο τόπο, σύμφωνα με τον Λιοντάκη, διαμορφώθηκαν  «οι βουλές της ποιήσεώς του».

Άνθρωπος που έχει την αγωνία του καιρού του και την έννοια του στον άνθρωπο, ο γνωστός ποιητής δεν διστάζει να εξομολογηθεί πως σε «έναν σύγχρονο «ποιητικό πληθωρισμό», που δεν είναι καινούριο φαινόμενο, συνεχίζει να γράφει δύσκολα. «Είμαι συνειδητά ολιγογράφος. Ξεκινώ πάντα από ένα συγκεκριμένο θέμα και περιμένω να έρθουν εικόνες κι οι εικόνες να γίνουν λέξεις. Εικόνες και λέξεις είναι η ποίηση. Υπάρχουν νέα παιδιά που έχουν μια πολύ ενδιαφέρουσα παρουσία και  ποιητικές εκλάμψεις πάρα πολύ αξιόλογες.  Έργα γράφονται αλλά το κοινό δεν ξέρω, έτσι όπως το έχουν διαπαιδαγωγήσει, αν μπορεί να τα προσλάβει καθώς  υπάρχει μεγάλη σύγχυση. Έχουν καταργηθεί κάποια όρια και ένας κοινωνικός χυλός  παραδέρνει και ανακυκλώνεται  δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Ο ρόλος της τέχνης πρέπει να είναι η παρηγοριά. Αυτό είναι το μεγάλο ζητούμενο. Ο ποιητής και κάθε καλλιτέχνης πρέπει να είναι γενναιόδωρος» λέει ο Χριστόφορος Λιοντάκης που με υποδέχθηκε με ένα ευωδιαστό κόκκινο τριαντάφυλλο κομμένο από τον κήπο του μπαλκονιού του και με ξεπροβόδισε δωρίζοντάς μου, εκτός από το βιβλίο του, καρύδια και ρόδια, φιλέματα φίλων. Δεν σταμάτησε δε σε όλη την διάρκεια της συνάντησης και της κουβέντας μας να παινεύει την Αθήνα και να μιλά για την αγάπη του για αυτήν, χαρακτηρίζοντάς την μια πόλη μαγική με την καθημερινότητά  της να παραμένει πηγή έμπνευσης για τον ίδιο. «Το φαινομενικά ασήμαντο μπορεί να σου δώσει συγκλονιστικά ερεθίσματα», υποστήριξε με πίστη.

Μάνια Ζούση

ΝΕΑ ΣΕΛΙΔΑ 7/1/2018