Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

Βάσια Ατταριάν : «Η ζωή θα έπρεπε να μοιάζει με περιπέτεια»

«Για τις επόμενες τρεις μέρες θα προσπαθήσουμε όλοι μαζί να “αυτοσχεδιάσουμε φανταστικές ιστορίες παραμένοντας πάντα στα όρια του πιστευτού”, γράφει μεταξύ άλλων στο artplay.gr η Βάσια Ατταριάν, που σκηνοθετεί το « burn baby burn»

το οποίο κάνει την έναρξη στο 2ο Φεστιβάλ «Το Γαλλικό Θέατρο à la Grecque» που διοργανώνουν το Γαλλικό Ινστιτούτο Ελλάδος και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Στο Φεστιβάλ που θα διεξαχθεί από τις 14 έως τις 31 Μαΐου θα παρουσιαστούν έξι σύγχρονα γαλλικά θεατρικά έργα, που μεταφράστηκαν ειδικά στα ελληνικά, και παραδόθηκαν σε έξι ταλαντούχους Έλληνες σκηνοθέτες της νεώτερης γενιάς, για την πρώτη παρουσίασή τους στη χώρα.

«Το burn baby burn της Carine Lacroix μου δόθηκε από το Γαλλικό Ινστιτούτο και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης. Ψάξαμε με τους ηθοποιούς και τους συνεργάτες έναν τρόπο να εμπλακούμε προσωπικά με το έργο. Βρήκαμε πως ο τόπος που εξελίσσεται το έργο έχει δύναμη όπως κάθε εγκαταλελειμμένο μέρος. Κι ό, τι φέρει μνήμες. Είναι ένας χώρος – “πέρασμα”, ένα εγκαταλελειμμένο βενζινάδικο. Είδαμε τη συνάντηση των τριών προσώπων σ’ αυτό τον άδειο χώρο σαν ένα road movie που η κάμερα πάγωσε κι η περιπέτεια δεν ξεκίνησε ποτέ. Τρία χαμένα πρόσωπα παλεύουν ανάμεσα σε αποσπασματικές μνήμες του χώρου, του εαυτού τους και των άλλων κι ανάμεσα σε μια απεγνωσμένη απόπειρα επικοινωνίας που σχεδόν πάντα πέφτει στο κενό. Μιλήσαμε για το χρόνο και αναρωτηθήκαμε αν κυλάει πάντα γραμμικά. Είδαμε ταινίες του Βέντερς, του Γκοντάρ και σκεφτήκαμε πως το σινεμά συνδέεται με τη μνήμη. Πως αυτά τα τρία πρόσωπα – όπως και στη ζωή μας – αφηγούνται κινηματογραφικές ιστορίες. Πιστεύουν πως η ζωή θα έπρεπε να μοιάζει με σινεμά και μάλλον δεν αντέχουν το γεγονός ότι δεν μοιάζει. Μέχρι μια ηλικία που δεν καθορίζεται με νούμερα αλλά από τις λέξεις “εφηβεία, ενηλικίωση, μεγάλωμα” πιστεύει κανείς πως η ζωή του θα μοιάσει με την αγαπημένη του ταινία. Κι ύστερα αυτό ανατρέπεται. Οι άνθρωποι αφηγούμαστε ιστορίες κινηματογραφικές ή λογοτεχνικές γιατί εκεί η περιπέτεια είναι πάντα ζωντανή. Αυτά τα τρία πρόσωπα κάνουν αυτό ακριβώς. Προσπαθούν να επικοινωνήσουν την εγκατάλειψη, την ήττα, μέσα από φανταστικές ιστορίες και μιμούμενοι κινηματογραφικές φιγούρες και πλάνα. Είναι αστείοι μέσα στο φοβερά μεγάλο χάος που βρίσκονται.
Χορεύουν, λένε κείμενα και ποιήματα, χαμογελάνε, κρατάνε όπλα και παλιά μαγνητόφωνα με την πίστη ότι όλα αυτά μαζί θα φτιάξουν μια περιπέτεια που θα τους συνεπάρει. Κάπου τα έχουν δει όλα αυτά, κάπου τα έχουν ακούσει, ίσως να έζησαν και κάτι απ όλα κάποτε, ίσως πάλι και όχι. Δεν έχει σημασία. Είναι σίγουροι όμως ότι “στο σινεμά βλέπεις πως ζουν οι άνθρωποι κι ότι η ζωή θα έπρεπε να μοιάζει με περιπέτεια.”
Ο Προμηθέας, η Μυρτώ και η Ιωάννα θυμούνται πράγματα που έζησαν οι ίδιοι, πράγματα που έζησαν ο Ισσα, η Βιολέτ κι η Ιριπ και άλλα που δεν έζησε ποτέ κανείς από τους έξι τους. Μπερδεύονται ανάμεσα στην πραγματικότητα και το φαντασιακό. Και προσπαθούν να αντέξουν μέχρι το τέλος, να συνεχίσουν να θυμούνται.
Η Έλενα χορογράφησε ακριβώς πάνω σ αυτή την αδιόρατη γραμμή ανάμεσα στη συλλογική μνήμη άλλων δεκαετιών και παρελθόντων κι ενός παρόντος που χρειάζεται το παρελθόν για να “χορέψει”
Η Αλεξία έφτιαξε ένα τοπίο κινηματογραφικό κι όχι θεατρικό, με την αληθοφάνεια ενός σετ γυρίσματος που θυμίζει τα πρώτα πλάνα του Πάρις Τέξας. Και διάλεξε να ντύσει τα πρόσωπα με ρούχα μιας εποχής που σπανίως βλέπουμε πια στο δρόμο, που δεν τα αποδεχόμαστε ως φυσιολογικά ακόμη κι αν κάποτε ήταν η απόλυτη μόδα.
Ο Τάσος φώτισε τη μέρα που σιγά σιγά φεύγει και δίνει τη θέση της σε μια άγρια νύχτα. Φώτισε αυτόν τον τόπο και τον έκανε ζωντανό, υπαρκτό, τέταρτο ήρωα αυτής της ιστορίας.
Η Εριφύλη κι η Ειρήνη ήταν εκεί για να μας θυμίζουν συνεχώς για τι πράγμα μιλάμε, μας διάβασαν Μπέκετ και Καμύ, έκαναν ερωτήσεις που οφείλαμε να απαντήσουμε κι άλλες που έπρεπε να τις σκεφτούμε για να τις αφήσουμε για πάντα ανοιχτές.
Κι ο Βασίλης μίλησε για το ρίσκο, και χάρισε τη φωνή του σε αυτό το αλλόκοτο μέρος, και αφηγήθηκε ένα κομμάτι της ιστορίας με το δικό του τρόπο δίνοντάς μας άξονα για να αφηγηθούμε πάνω στη φωνή του την υπόλοιπη.
Και κάπως έτσι, για τις επόμενες τρεις μέρες θα προσπαθήσουμε όλοι μαζί να “αυτοσχεδιάσουμε φανταστικές ιστορίες παραμένοντας πάντα στα όρια του πιστευτού”.

Βάσια Ατταριάν

* Φωτογραφία εξωφύλλου Μυρτώ Μακρίδη