Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

Βαρβάρα Νταλιάνη: «Στο Manji με κέρδισε η παραδοχή του αποκρουστικού»

«Η Σόνοκο, η αφηγήτρια της ιστορίας του έργου του Τανιζάκι, έχει το θάρρος να παραδεχτεί τον αποκρουστικό, κοινωνικά μη αποδεκτό εαυτό της και να τον εξομολογηθεί και αυτό είναι το συγκινητικότερο θέμα του έργου.

Η συμφιλίωση με τις πράξεις της», γράφει με αφορμή το έργο «Manji» του Τανιζάκι, που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία δική της στις 9 Μαίου στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, η Βαρβάρα Νταλιάνη:

«Στο Manji με κέρδισε το εύθραυστο της ηθικής των χαρακτήρων. Με κέρδισε το ότι αναγνώρισα κάτι από τον αποκρουστικό μου εαυτό. Αυτόν που έχουμε μάθει να κρύβουμε από τον κόσμο, που λέμε πως δεν αγαπάμε, που δεν παραδεχόμαστε. Νομίζω πως με κέρδισε αυτή η παραδοχή του αποκρουστικού. Του κοινωνικά μη αποδεκτού μας εαυτού.

Η Σόνοκο, η αφηγήτρια της ιστορίας του έργου του Τανιζάκι, έχει το θάρρος να τον παραδεχτεί και να τον εξομολογηθεί και αυτό είναι το συγκινητικότερο θέμα του έργου. Η συμφιλίωση με τις πράξεις της.

Η μετατροπή του μυθιστορήματος σε παραστάσιμο υλικό, ήταν μια απαιτητική δουλειά. Η διασκευή βασίστηκε στους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών, δεν προϋπήρχε. Μετρήσαμε δεκάδες αυτοσχεδιασμών μέχρι να κατανοήσουμε και να ξεχωρίσουμε τα σημαντικά και να απορρίψουμε όσα αποσπούν την προσοχή. Δουλέψαμε με πολύ επιμονή και υπομονή πάνω στο ψυχολογικά πολύπλοκο αριστούργημα του Τανιζάκι και η τιθάσευση του αφηγηματικού υλικού ήταν μια επιπλέον δυσκολία. Ο συγγραφέας ενσωματώνει στην αναδρομική πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Σόνοκο, τα λόγια και τις οπτικές γωνίες όλων των υπολοίπων προσώπων. Είναι εξαιρετικά ευφυής η μέθοδος που ακολουθεί καθώς δημιουργεί την ψευδαίσθηση ενός αντικειμενικού αφηγητή, την οποία καταστρέφει όταν μας επαναφέρει στο αναγνωστικό παρόν, που είναι αυτό της πρωτοπρόσωπης αφήγησης.

Στον κώδικα της παράστασης χρησιμοποιούμε αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο. Στο θέατρο αυτό θα μας έδινε έναν μονόλογο, καθώς όμως δεν πρόκειται περί μονολόγου φροντίσαμε να έχουμε και τριτοπρόσωπες αφηγήσεις. Θεώρησα ότι αυτό θα ήταν πιο κοντά στο ύφος τους συγγραφέα, ο οποίος χρησιμοποιεί την αφήγηση περισσότερο θεατρικά, παρά λογοτεχνικά. Παρότι τα γεγονότα είναι ήδη τετελεσμένα, η αφηγήτρια δεν προδίδει ποτέ τι θα γίνει μετά, επιτρέποντάς μας να σταθούμε περισσότερο στα συμβάντα σαν να λάμβαναν χώρα εδώ και τώρα.  Ήθελα να κρατήσω αυτήν την αίσθηση και στην παράσταση, χωρίς να αλλοιώνονται από την αφήγηση οι χαρακτήρες του έργου.

Όσον αφορά τους τελευταίους, θα έλεγα πως η ταυτότητά τους δεν είναι σταθερή. Ο ρόλος τους αλλάζει με βάση την οπτική γωνία. Αυτό είναι που δημιουργεί την ατμόσφαιρα αμφιβολίας που εμφιλοχωρεί στο έργο. Η Σόνοκο, ο συζυγός της Κόταρο, η ερωμένη της Μίτσουκο και ο μνηστήρας της ερωμένης της Εΐτζιρο δεν δικαιώνονται ποτέ, αλλά και δεν καταδικάζονται ποτέ. Ακολουθούν απλώς την προδιαγεγραμμένη πορεία που επέβαλλαν οι επιλογές τους. Όπως διαβεβαιώνει η Σόνοκο «όσα μου συνέβησαν δεν ήταν παρά η μοίρα».

Θα θελα να ευχαριστήσω από καρδιάς τους συνεργάτες μου. Το Manji απαίτησε την αμέριστη προσοχή και ουσιαστική συμμετοχή όλων. Απαίτησε τον «εργαστηριακό έλεγχο» οποιασδήποτε ιδέας γεννιόταν στην πρόβα. Απαίτησε ώρες προβών ξεχωριστά στη διδασκαλία κίνησης, στη μουσική και στην αφήγηση. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν μια δουλειά που απαίτησε κάτι προσωπικό απ’τον καθένα, μια δουλειά από καρδιάς».

Βαρβάρα Νταλιάνη