Metamanias Θέατρο

Τα αλάνια της Βουκουρεστίου και η τελευταία παρτίδα

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης, τα τελευταία χρόνια, μας έχει λίγο «κακομάθει». Μας προσφέρει σύγχρονα θεατρικά κείμενα, σπουδαίους ηθοποιούς, παραστάσεις που ξεχωρίζουν και αφορούν πολλές κατηγορίες κοινού. Δεν είναι απλό κάτι τέτοιο… «Ο Πουπουλένιος», «Ο θεός της σφαγής», ο «Αύγουστος» είναι μερικές από τις παραστάσεις που χαρήκαμε τα τελευταία χρόνια μαζί με χιλιάδες θεατές σε κεντρικά θέατρα της Αθήνας.

Φέτος ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αποφάσισε να μας γνωρίσει (σε πανελλήνια πρεμιέρα) το έργο του 46χρονου Ιρλανδού Κόνορ Μακφέρσον «Ο Φάρος», στο θέατρο Αθηνών της οδού Βουκουρεστίου, μόνιμη στέγη του τα τελευταία χρόνια.

Μια εντελώς χύμα αντροπαρέα, συναντιέται παραμονή Χριστουγέννων, σ’ έναν παραθαλάσσιο οικισμό βόρεια του Δουβλίνου. Ψιλο-λούμπεν τύποι, φτωχοδιάβολοι οπωσδήποτε, πίνουν και παίζουν χαρτιά. Είναι ο προσφάτως τυφλωθείς Ρίτσαρντ (Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης), ο νεότερος αδελφός του Σάρκι, που έχει ξαναγυρίσει για να φροντίζει τον αδελφό του (και μάλλον δέχεται τρομερή καταπίεση από την γκρίνια και τις απαιτήσεις του Ρίτσαρντ), και δύο φίλοι τους, ο Ιβάν (Νίκος Ψαρράς), που έχει αράξει στο σπίτι του Ρίτσαρντ γιατί φοβάται να γυρίσει στο σπίτι του και να αντιμετωπίσει τη γυναίκα του και ο νεότερος, ο Νίκυ (Προμηθέας Αλειφερόπουλος). Τέσσερις άντρες που έχουν κάνει τις παρανομίες τους και τις απατεωνιές τους, που ζουν στο μεταίχμιο και καταφεύγουν στο ποτό και στο χαρτί για να ξεδώσουν. Στο σπίτι εμφανίζεται κι ένας που δεν τον ξέρουν, αλλά εκείνος ξέρει πολλά γι’ αυτούς. Είναι ο κύριος Λόκχαρτ (Αιμίλιος Χειλάκης), τελείως διαφορετικός από τους υπόλοιπους τέσσερις: κομψός, γοητευτικός, σαρκαστικός οπωσδήποτε, που κάτι έχει στο νου και θέλει να το πετύχει εκείνην ακριβώς τη νύχτα. Όλοι αναζητούν τη γαλήνη και τη λύτρωση, από τους διαβόλους που ο καθένας κουβαλάει. Και η τελευταία παρτίδα είναι το μεγάλο τους στοίχημα…

Ένα έργο βραβευμένο, γραμμένο το 2006, με έντονα και φανερά της στοιχεία της ιρλανδέζικης καθημερινότητας, που συνομιλεί μ’ έναν σύγχρονο Φάουστ, με την καθημερινότητα ανθρώπων που θα μπορούσαν να ζουν στο Δουβλίνο ή και αλλού, με έντονα μεταφυσικά στοιχεία,  στοιχεία θρίλερ και μαύρης κωμωδίας, σε ανακατεμένες δόσεις όλα αυτά. Θέλω να πω ότι το έργο του άγνωστού μου Κόνορ Μακφέρσον έχει ασφαλώς βιογραφικά στοιχεία, εντάσσει την παράδοση, την τεράστια παράδοση της Ιρλανδίας, και συχνά πυκνά, παρότι υπαινικτικά, συνομιλεί με την θρησκευτική κουλτούρα των Ιρλανδών. Την ίδια στιγμή τα έντονα στοιχεία χιούμορ, θρίλερ και μαύρης κωμωδίας αποσυμπιέζουν.

Κι όλα αυτά χάρη στους πέντε καταπληκτικούς ηθοποιούς της παράστασης. Γιατί πριν απ’ όλα ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης ξέρει να κάνει casting. Και φέτος διάλεξε πέντε από τους καλύτερους σύγχρονους άνδρες ηθοποιούς. Κράτησε για τον εαυτό του τον άχαρο ρόλο του τυφλού Ρίτσαρντ, που τον κέντησε με χιούμορ και γοητευτική κακομαθησιά, έδωσε στον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο τον πιο δραματικό ρόλο του έργου, του ανθρώπου που δεν έχει βούληση, που αποδέχεται, που δεν  έχει όνειρα και που κουβαλάει ένα βαρύ φορτίο (ρόλο τον οποίο υπερασπίστηκε στο έπακρον) και στον Προμηθέα Αλειφερόπουλο (που πείστηκα ότι μπορεί να παίξει πια οτιδήποτε) τον ρόλο του χαζοχαρούμενου Νίκυ. Τελευταίοι, αλλά διόλου έσχατοι, ο Αιμίλιος Χειλάκης (κομμένος και ραμμένος στο ρόλο του, κυρίαρχος της σκηνής) και ο Νίκος  Ψαρράς (πού το έκρυβε το κωμικό του ταλέντο τόσα χρόνια;), που μαθαίνω ότι είχαν να βρεθούν επί σκηνής 19 χρόνια και το χάρηκαν απερίγραπτα. Ιδίως σ’ εκείνο το «μονόπρακτο» της υπόκλισης!

Στο δια ταύτα: ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μας χαρίζει, για ακόμη μία φορά μια παράσταση δουλεμένη, με ρυθμό,  (παρότι θα ήθελε τα μαζεματάκια της), με υψηλού επιπέδου επαγγελματισμό σε κάθε επίπεδο. Αυτή τη φορά, όμως, η έμφαση είναι στην παράσταση, όχι στο δίπολο παράσταση-έργο. Το έργο του Κόνορ Μακφέρσον δεν με άγγιξε όσο θα ήθελα, όσο οι προηγούμενες επιλογές του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη.

Όλγα Σελλά