Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

«Στο Λιωμένο Βούτυρο ο Dave Brubeck συναντά τον Μάρκο Βαμβακάρη»

Για το «Λιωμένο Βούτυρο» του Σάκη Σερέφα, την καινούρια παραγωγή των PRAXIS, της θεατρικής ομάδας των Ελλήνων Ακαδημαϊκών της Οξφόρδης που παρουσιάζεται στο Simpkin Theatre του Κολλεγίου Lady Margaret

4, 5 και 6 Μαίου, η σκηνοθέτις της παράστασης Αναστασία Ρεβή μιλά μεταξύ άλλων στο artplay.gr για την αγάπη της στο έργο του Σερέφα με το «ευφάνταστο γκροτέσκ», την « χαμογελαστή σκοτεινιά και την αστεία θλίψη», ένα έργο που όπως λέει και ο συγγραφέας του, αφηγείται «ένα σκηνικό ζωής, εξήντα χρόνια πριν, που απεικονίζει το πώς στραπατσάρονται και διαφθείρονται οι άνθρωποι όταν βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο, κάτι που παραπέμπει στην κατάσταση της σημερινής Ελλάδας, η οποία συνταράσσεται από την οικονομική, άρα και την κοινωνική, κρίση».

 

ΒΟΥΤΥΡΟΟΟΟ111111111

 

 

 

«Λιωμένο Βούτυρο». Τίτλος που προκαλεί. Τουλάχιστον εμένα. Με προκαλεί γιατί κρύβει μια μίνι απόλαυση. Και μια γαργαλιστική γεύση. Έτσι είδα την παράσταση πριν χρόνια, σε κάποιο ταξίδι μου στην Ελλάδα. Ήταν στο Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία Σίμου Κακάλα και ήταν μία εξαιρετική παράσταση. Με τον Σάκη Σερέφα τον συγγραφέα του έργου γνωριστήκαμε κάποια στιγμή στην Αθήνα. Τα έργα του έχουν εκείνο το ευφάνταστο γκροτέσκ που μ’ αρέσει πολύ. Μια χαμογελαστή σκοτεινιά και μια αστεία θλίψη. Σαν την ιστορία από το «Λιωμένο Βούτυρο». Ένας φόνος στη Θεσσαλονίκη του 1957. Ο Τάσος σκότωσε τη Λούλα από έρωτα. Οι έρωτες οι ακραίοι και καταραμένοι είναι από μόνοι τους μυθιστορηματικοί. Μόνο που ο συγκεκριμένος εκτυλίσσεται σε ένα πλαίσιο παράξενα κωμικό…ίσως επειδή η νεαρή Λούλα ονειρεύεται να γίνει “ντιζέζ” και φεύγει απ’ το χωριό για την πόλη , ίσως επειδή για όλα φταίνε οι γκαζόζες που την κέρασε ο Τάσος όταν την γνώρισε, ίσως επειδή την βραδιά του φόνου φάγανε παιδάκια στην ταβέρνα “Ο Κάτω Κόσμος”, ίσως επειδή το ρουλεμάν ενός παιδικού ποδηλάτου έγινε φονικό όπλο στα χέρια του Τάσου ή ίσως επειδή μόλις παραδόθηκε στην αστυνομία ήθελε να μάθει και το σκορ της ΑΕΚ… Πληροφορίες που συλλέγει ένας συγγραφέας στην προσπάθεια του να γράψει ένα βιβλίο ο οποίος με τη σειρά του διερωτάται για όλα τα στοιχεία του φόνου και για όλες τις μεγάλες αλήθειες της ζωής μέσα από ένα γοητευτικά στοχαστικό και ανατρεπτικό χιούμορ. O Σάκης Σερέφας στο σημείωμα του για το έργο αναφέρει “Πρόκειται για ανθρώπινες ψυχές εγκλωβισμένες μέσα στην ασφυκτική ατμόσφαιρα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, όπου όσοι μπορούν μεταναστεύουν στο εξωτερικό, ενώ οι υπόλοιποι, ακολουθώντας τον δρόμο της εσωτερικής μετανάστευσης, οδεύουν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα. Άνθρωποι που προσπαθούν να ξεφύγουν από τον πνιγηρό κλοιό του επαρχιακού συντηρητισμού, του κουτσομπολιού, της ανεργίας και της ανέχειας. Ένα σκηνικό ζωής, εξήντα χρόνια πριν, που απεικονίζει το πώς στραπατσάρονται και διαφθείρονται οι άνθρωποι όταν βρεθούν με την πλάτη στον τοίχο, κάτι που παραπέμπει στην κατάσταση της σημερινής Ελλάδας, η οποία συνταράσσεται από την οικονομική, άρα και την κοινωνική, κρίση.” Να μια πολύ ωραία ιδέα για την καινούργια παραγωγή των PRAXIS σκέφτηκα, της Θεατρικής ομάδας των Ελλήνων Ακαδημαικών της Οξφόρδης, οι οποίοι είναι εραστές του θεάτρου και των τεχνών και μαζί τους συνεργάζομαι για δεύτερη χρονιά μετά την ιδιαίτερα επιτυχημένη παράσταση που έγινε πέρσι με το έργο «Το Κτίριο» της Πένυς Φυλακτάκη. Είναι θέση των PRAXIS να προωθούν το Σύγχρονο Ελληνικό Θέατρο στην πολυπολιτισμική Οξφόρδη των διανοούμενων και να παίζουν στα Ελληνικά με αγγλικούς υπέρτιτλους κάτι που φαίνεται πως όχι μόνο έχει γίνει θεσμός αλλά και έχει αγαπηθεί ιδιαίτερα μια και οι παραστάσεις τους είναι πάντα sold out. Σύμφωνα με την δική μου σκηνοθετική προσέγγιση ο συγγραφέας που συλλέγει τις πληροφορίες του φόνου για να γράψει το βιβλίο ,ένας Βρετανός Καθηγητής /Ερευνητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης ,αργά το βράδυ στο γραφείο του ακούγοντας jazz από τα ηχεία του laptop του και πίνοντας τσάι, περιτριγυρισμένος από τα βιβλία και τις δημοσιεύσεις του και βυθισμένος στα αρχεία που ερευνά για έναν ενδιαφέροντα φόνο στην Ελλάδα του 1957 , συναντά τον παράξενο κόσμο αυτής της ιστορίας. Οι χαρακτήρες ξεπηδούν μέσα από τις σημειώσεις του, μιλούν Ελληνικά στον Οξφορδιανό αγγλόφωνο καθηγητή –κάτι που προκαλεί ιδιαίτερα κωμικές στιγμές μια και κάποιοι διάλογοι μπλέκονται στις γλώσσες και στις μουσικές καθώς ο Dave Brubeck συναντά τον Μάρκο Βαμβακάρη – φορούν ρούχα μιας άλλης εποχής, έχουν τον αέρα μιας άλλης χώρας και επικοινωνίας και βιώνουν ξανά ο καθένας με τον δικό του τρόπο έναν ανεκπλήρωτο έρωτα και ένα έγκλημα πάθους εν όψει ενός βιβλίου που ίσως και να μην εκδοθεί ποτέ μια και η ανθρώπινη πολυπλοκότητα αιωρείται ως αναπάντητο ερώτημα»

Αναστασία Ρεβή