Θέατρο

«Περιμένοντας… τη Χώρα». Γράφει η Βαρβάρα Νταλιάνη

«Ο λόγος για το «Θέλω μια χώρα» του Ανδρέα Φλουράκη, που παρουσιάστηκε το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών, και επαναλαμβάνεται στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου, σε σκηνοθεσία Μαριάννας Κάλμπαρη.


Το εν λόγω έργο, πραγματεύεται το όνειρο (καθόλου τυχαία η επιλογή της λέξης) εγκατάστασης ή δημιουργίας ή διαπραγμάτευσης μιας Νέας Χώρας. Τα πρόσωπα του έργου, με τη σκηνική ένδειξη «όλοι», μαζεύονται σε ένα σύγχρονο είδος Αγοράς, προβάλλοντας τα θέλω τους για μία άλλη χώρα.
Το κείμενο, αρκετά ιδιαίτερο ως προς τον σκηνικό χειρισμό του, συγκροτείται από φράσεις, αρκετές φορές συνειρμικά αλληλένδετες μεταξύ τους, που εμφανώς φλερτάρουν με τον ποιητικό λόγο, δίνοντας την αίσθηση πως θα μπορούσαν να λέγονται από έναν, κανέναν ή εκατό χιλιάδες.
Οι φράσεις-«συντρίμμια» δομούν και ταυτοχρόνως αποδομούν την όποια σταθερά στη δημιουργία μιας χώρας. Η Νέα Χώρα είναι μια χώρα που βρίσκεται στο φαντασιακό. Κολάζ των συντριμμιών της παλιάς χώρας, μυθικών αφηγήσεων, ονειρικών εικόνων, πολιτικά ορθών και επιτηδευμένα λάθος αντιλήψεων, με θέλω που κυμαίνονται από την απόλυτα ανθρώπινη ανάγκη, μέχρι τον υπερρεαλισμό. Μια χώρα που οι ετερόκλητες επιθυμίες τη μετατρέπουν σε χώρα της ποίησης, από «μαύρη πέτρα και από όνειρο», όμως ταυτόχρονα καταλήγουν στην αδυναμία της άρθρωσής της και τη στέρηση της υπόστασής της.
Οι κουβέντες των προσώπων μοιάζουν να κάνουν κύκλους γύρω από την άτοπη επαλήθευση της Νέας Χώρας. Τίποτα δεν καταλήγει σε τίποτα. Για κάθε «θέλω» και ένας αντίλογος ή και πολλοί.
Αυτή η νέα φανταστική χώρα μάς φέρνει φευγαλέα στον νου, ένα άλλο έργο του Φλουράκη και τον δυστυχή κεντρικό του ήρωα, κ. Νίκο, από την «Ελληνική Κουζίνα». Για τον κ. Νίκο η Ελλάδα- και, συγκεκριμένα, η ιδιαίτερη πατρίδα του Πελοπόννησος- είναι συμπίλημα υπαρκτών τοπίων, αναμνήσεων και συναισθημάτων που κατοικούν στη φαντασία του.
Όπως και να’ χει όμως, όπως η Πελοπόννησος για τον κ. Νίκο της «Ελληνικής Κουζίνας», όπως ο ασαφής Γκοντό στο έργο του Μπέκετ, έτσι ακριβώς και η Νέα Χώρα για τα πρόσωπα του έργου, αποτελεί τη σωσίβια λέμβο τους. Ο τίτλος του παρόντος κειμένου, άλλωστε, ερωτοτροπεί με το Περιμένοντας τον Γκοντό του Σάμουελ Μπέκετ, καθώς, από το δικό μας πρίσμα, τα δύο έργα συναντιούνται, όχι μόνο δομικά-κάτι που είναι προς συζήτηση- αλλά κυρίως στο κομμάτι της βαθειάς υπαρξιακής αγωνίας. Σκοπός μας, εντούτοις, δεν είναι η συγκριτική ανάλυση, αλλά η επιστράτευση έμμεσων αναφορών για μια, πιθανά, πληρέστερη κατανόηση του σιωπηρού καγχασμού που ενυπάρχει στο έργο του Φλουράκη: Φυσικά και όσο περισσότερο απουσιάζει η σωτηρία, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη για σώσιμο.
Η ανάγκη της επιβίωσης είναι άλλωστε αυτή που οδηγεί σταδιακά στο κείμενο στην προσωποποίηση της Χώρας-Παλιάς ή Νέας. Σαν σύγχρονοι πρωτόγονοι, τα πρόσωπα καταλήγουν να θανατώνουν την παλιά χώρα -στο φαντασιακό τους- για να απαλλαγούν από αυτήν και να μεταβούν -και πάλι στο φαντασιακό τους- στην Νέα Χώρα. Η έννοια της μετάβασης, άλλωστε, τονίζεται στο κείμενο από τις συχνές αναφορές στο θαλάσσιο τοπίο.
Γίνεται, εντέλει, φανερό ότι τα πρόσωπα, παρά τις εξαγγελίες τους, δεν έφυγαν ποτέ. Ότι στην πραγματικότητα, η σπάταλη αναζήτηση της καινούριας χώρας ήταν απλώς η αναμονή τους. Η αναμονή ότι αυτή θα εμφανιστεί ξαφνικά μπροστά τους, χωρίς την παραμικρή μετακίνηση. Άλλωστε οι δράσεις των προσώπων του έργου -οι οποίες τοποθετούνται αορίστως στις σκηνικές ενδείξεις με τη λέξη «Δράση»- μοιάζουν αναιτιολόγητες, χωρίς να έχουν προκληθεί από κάτι και χωρίς να σημαίνουν κάτι. Εμφανίζονται σαν ένα ατέρμονο ρεφραίν που επιτείνει την έννοια της κυκλικότητας του χρόνου και τονίζοντας την ανάγκη να ξοδευτεί ένας ά-χρονος χρόνος.
Όπως ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, τα πρόσωπα του Θέλω μια χώρα θα πέσουν για ύπνο «Περιμένοντας τη Χώρα», ίσως για την επόμενη μέρα, ίσως επ’ άπειρον, ίσως σε ένα παραμύθι της γιαγιάς. «Ωραία χώρα».
Η σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη συνόψισε την αγωνία μιας γενιάς. Ο μεγάλος αριθμός νεαρών ηθοποιών -με εμφάνιση παραθεριστών- μετέτρεψε το κείμενο σε χορικό που πρότασσε ένα διαρκές αίτημα.
Εκμεταλλεύτηκε την αίσθηση της επαναληψιμότητας των φράσεων δημιουργώντας επωδούς και τραγούδια, που κυμαίνονταν από την αρμονική μουσική, έως τους ήχους της τέκνο.
Οι ποιητικές παρεμβάσεις της Ρένης Πιττακή επέτειναν την ελληνική βάση του αιτήματος, που μέσω της ποίησης, μετατράπηκε σε παγκόσμιο. Είναι πιθανό, άλλωστε, την ίδια κατεύθυνση να είχε και η είσοδος των πλέον ημεδαπών μεταναστών στην αρχή της παράστασης.
Ο σκηνικός χώρος, έξυπνα και αντιστικτικά δομημένος προς την εικόνα των ανέμελων παραθεριστών και του ονειροπολήματος, ήταν συρματοπλεγμένος, εκφράζοντας την έννοια της οριοθέτησης, των συνόρων, της μετανάστευσης αλλά και του εγκλωβισμού, σε αντίθεση με την μόνιμη εκκρεμότητα της εύρεσης «κάπου εκεί έξω» (ή «εδώ μέσα») μιας άλλης πατρίδας.
Το έργο επίκαιρο και άμεσα συνδεδεμένο με την ελληνική πραγματικότητα, πολιτικό, χωρίς ποτέ να πολιτικολογεί, αφήνει ελεύθερο το πεδίο να ταυτοποιήσουμε κάτι παραπάνω από τα προσωπικά μας «θέλω» για μια χώρα. Σαν ένας άλλος Βλαδίμηρος και Εστραγκόν-και περνώντας από το δίπολο στο σύνολο-να αναγνωρίσουμε την ανικανότητά μας να μηδενίσουμε την ελπίδα μας και, ίσως, να γελάσουμε με αυτό».

Νταλιάνη Βαρβάρα
Θεατρολόγος-Σκηνοθέτης