Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

«Ονειρεύτηκα τις Τρείς Αδελφές εγκλωβισμένες σε ένα τετράγωνο»

Για «ένα έργο που μιλάει για τον χρόνο και την επιρροή που ασκεί στην ανθρώπινη ύπαρξη, που ξεκινάει με μια ανάμνηση αλλά διαπραγματεύεται τη λήθη και τη λησμονιά, ένα έργο για

το ανεκπλήρωτο της ζωής, τους πόθους, τις επιλογές, το όνειρο, τη ματαίωση και την ελπίδα», γράφει στο σημείωμά της στο artplay.gr, η σκηνοθέτις Γεωργία Ανδρέου για τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχωφ που ανεβαίνουν στο «Τζένη Καρέζη» στις 20 Απριλίου.

«Η παράσταση διαπραγματεύεται την προσωπική και κοινωνική ενηλικίωση του ανθρώπου με κεντρικούς άξονες το φόβο για το άγνωστο και την επιθυμία για αλλαγή.
Οι «Τρεις αδελφές» είναι ένα έργο που μιλάει για τον Χρόνο και την επιρροή που ασκεί στην ανθρώπινη ύπαρξη. Ένα έργο που ξεκινάει με μια ανάμνηση αλλά στη συνέχεια διαπραγματεύετα鬬 τη λήθη, τη λησμονιά. Ένα έργο για το ανεκπλήρωτο της ζωής, τους πόθους, τις επιλογές, το όνειρο, τη ματαίωση, την ελπίδα. Μια ιστορία χωρίς τέλος, μια αέναη επανάληψη για κάθε άνθρωπο. Ένα έργο που μας φέρνει αντιμέτωπους με τις επιλογές μας και τη θέση που παίρνουμε απέναντι στα πράγματα.
Γιατί οι Τρεις Αδελφές δε φεύγουν για τη Μόσχα; Η επιλογή της φυγής είναι πάντα εκεί για τον άνθρωπο. Είμαστε σε θέση να την υποστηρίξουμε; Ή να μπορούμε να πούμε «μένω εδώ και είμαι καλά»; Μέσα από το ταξίδι της ενηλικίωσης, το τέλος των ψευδαισθήσεων και το ανελέητο φως της αλήθειας, μπορεί η ανθρωπότητα να προχωρήσει. Η πτώση δεν είναι το τέλος. Είναι η αρχή ενός νέου ταξιδιού μέσα στο χρόνο που περνάει ανεπιστρεπτί. Και αν γυρίσει θα είναι μόνο για να μας χτυπήσει πισώπλατα. Αν μπορούσαμε να κοιτάξουμε μέσα από τις ρωγμές του, να δούμε τους εαυτούς μας μέσα από παράλληλα σύμπαντα, ίσως αντιλαμβανόμασταν τη σχετικότητά του. Και αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο σύμπαν παρελθόν και μέλλον είναι δύο διαφορετικές όψεις ενός παρελθόντος στο τώρα, το παρόν, τότε μπορούμε να υποθέσουμε ότι μέσα από χρονικές ρωγμές μπορούμε να κινηθούμε μπρος – πίσω στο χρόνο. Οι μονάδες και ο χρόνος μετρούν τον ρυθμό γήρανσης και δεν επιδρούν πάνω στην ίδια τη γήρανση και τη ζωή γενικότερα. Τότε μέσα από παράλληλα σύμπαντα μπορούμε να δούμε εικόνες του εαυτού μας στο χθες και το αύριο.
Τι είναι αυτό που κάνει το Χρόνο να ακινητεί μέσα μας; Ο Φόβος. Ο φόβος της ανάληψης ευθύνης κυρίως απέναντι στον εαυτό μας. Όμως ο φόβος αυτός είναι απαραίτητο κομμάτι της διαδικασίας ανάληψης ευθύνης. Οφείλουμε να προχωράμε μαζί του ώστε να μπορέσουμε να κρατήσουμε τη ζωή μας στα χέρια μας. Κι αυτή είναι η ύψιστη αντίσταση, η πιο ουσιαστική επανάσταση. Αντιστεκόμαστε, στον καιρό, την εποχή, τη διάλυση, την κρίση, τον μαρασμό, τον κατακτητή, τον σφετεριστή, την απανθρωπιά. Τότε μόνο υπάρχει ελπίδα τα πράγματα να προχωρήσουν.
Τελειώνοντας το έργο, ο Τσέχωφ αφήνει το τέλος μετέωρο κατά τη γνώμη μου και ανοιχτό σε ποικίλες αναγνώσεις. Αφήνει το δικαίωμα της επιλογής σε αυτόν που θα το ενσαρκώσει και εμψυχώσει να αποφασίσει αν θα το ερμηνεύσει «θετικά» -θα κάνουν οι ηρωίδες την υπέρβαση και θα ζήσουν τη ζωή τους όπως επιθυμούν;- ή «αρνητικά» -θα μείνουν στάσιμες, θα συνεχίσουν την ανεπιθύμητη ζωή τους σε αυτή την ανοίκεια πόλη;
Οραματίστηκα τις τρεις Αδελφές σε ενυπάρχοντα σύμπαντα να κινούνται, να εναλλάσσονται, να αλληλοεξαρτούνται, να αλληλεπιδρούν, να διασταυρώνονται, να έχουν τη δυνατότητα έστω και κάποιας ευκαιριακής επαφής, όπως ένα ουράνιο σώμα που έχει ήδη καταστραφεί αλλά εμείς συνεχίζουμε να το βλέπουμε. Τις ονειρεύτηκα εγκλωβισμένες μέσα σε ένα τετράγωνο, χωρίς κανένα σημείο διαφυγής, αντιμέτωπες με τις επιλογές τους, τους φόβους, τα εμπόδια και τις δικαιολογίες. Με εμφανή πάνω στα σώματά τους τα όρια ανάμεσα στα κίνητρα ή τα εμπόδια, τις δικαιολογίες, το περιβάλλον ή την προσωπικότητα, τη συνθήκη ή την επιλογή. Ανάμεσα σ’ αυτές και το περιβάλλον απλώνονται αγεφύρωτες χαράδρες και οι Τρεις Αδελφές, σαν την αιώνια νύφη, περιμένουν αυτόν που θα τις «σώσει». Στο μεταξύ ο χρόνος κυλά, η Μόσχα ξεμακραίνει και η ζωή περνά «…πηγαίνοντάς την, γυρίζοντας συχνά κ’ εκθέτοντάς την στων σχέσεων και των συναναστροφών την καθημερινήν ανοησία, ώσπου να γίνει σα μια ξένη φορτική…»
Ωστόσο υπάρχει πάντα ελπίδα. Και ξεκινά εκεί που οι ψευδαισθήσεις τελειώνουν. Τότε ο άνθρωπος μπορεί να αναμετρηθεί ουσιαστικά με τις δυνάμεις του. Φτάνει να αποφασίσει να κινηθεί, μέσα του ή έξω. Βρίσκεται τότε στο μεσημέρι της ζωής του – χρόνος ανάπαυλας, συγκέντρωσης, ανασκόπησης, ώρα όπου οι σκιές χάνονται. Όπως ακριβώς, μεσημέρι, αρχίζει και τελειώνει το έργο του Τσέχωφ. Υπάρχει συνέχεια…»

Γεωργία Ανδρέου