featured Θέατρο

Νίκος Χατζόπουλος : «Ξεκίνησα το θέατρο γιατί ήθελα να έχω σχέση με τους ανθρώπους»

Είναι από τις πιο σταθερές όσο και χαμηλόφωνες παρουσίες του ελληνικού θεάτρου, ο Νίκος Χατζόπουλος. Και κάθε φορά συνεχίζει να μας εκπλήσσει, είτε βρίσκεται επί σκηνής -μέρος κάποιας παράστασης-, είτε εκτός σκηνής -υπογράφοντας τη μετάφραση ενός κλασικού κειμένου ή σκηνοθετώντας μια παράσταση. Γιατί με όλα αυτά καταγίνεται. Και ειδικά αυτή τη σεζόν καταγίνεται, πότε με τη μία πότε με την άλλη ιδιότητα, με πέντε (5!) πράγματα.

Ήδη τον έχουμε απολαύσει ως Σόριν, τον μεγαλύτερο αδελφό της Αρκάντινα, τον στηρικτικό, τον τρυφερό, τον άνθρωπο που διαρκώς ονειρεύεται όσα θα ήθελε να κάνει και δεν έκανε, στον «Γλάρο» του Τσέχωφ, που σκηνοθετεί ο Γιάννης Χουβαρδάς στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά. Από την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου, και κάθε Πέμπτη, επιμελείται σκηνοθετικά και δραματουργικά μια ξεχωριστή δράση που φιλοξενείται στην αίθουσα εκδηλώσεων του κτιρίου Τσίλερ, το «Συνέβη στην Ελλάδα», που επιχειρεί να αναδείξει σημαντικές όσο κα αμφιλεγόμενες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας• από τον Φεβρουάριο του 2018 θα βρίσκεται στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, στην παράσταση «Ψηλά από τη γέφυρα» του Άρθουρ Μίλερ ενώ ήδη μεταφράζει τον «Τίμωνα τον Αθηναίο» που θα σκηνοθετήσει, επίσης για το Εθνικό, το ερχόμενο καλοκαίρι, ο Στάθης Λιβαθινός. Τέλος, την ερχόμενη άνοιξη, θα σκηνοθετήσει στο «Από Μηχανής Θέατρο» τους «Βάτραχους» του Αριστοφάνη, σε μια διαφορετική παράσταση για κλειστό χώρο.

Με τον Νίκο Χατζόπουλο μπορείς να συζητήσεις για τα πάντα. Έτσι η συζήτηση ξεκίνησε από το σημερινό θεατρικό τοπίο, από την υπερπληθώρα των παραστάσεων, από τις συνθήκες δουλειάς, από ό,τι υπήρχε και ό,τι σήμερα ισχύει. Γιατί πιστεύει «ότι είμαστε σε μια κατάσταση που αναγκαζόμαστε να κάνουμε πολλά πράγματα ταυτόχρονα».

-Λόγω της ανασφάλειας που ίσως είναι πιο έντονη σήμερα στη δουλειά σας;

«Όχι, η οικονομική απολαβή είναι μικρότερη. Για να μπορέσεις να τα βγάλεις πέρα αναγκάζεσαι να κάνεις περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι θα έκανες  μόνο ως ηθοποιός αν καλοπληρωνόσουν για όλη τη σεζόν. Αυτό δεν υπάρχει, οπότε αναγκάζεσαι να κάνεις πολλά πράγματα, αν μπορείς, γιατί είναι πολλοί που δεν έχουν την ευκαιρία να το κάνουν. Υπάρχει πολύ μεγάλη ανεργία. Βέβαια αυτή η ποσότητα συχνά φτάνει στο σημείο το ένα να είναι εις βάρος του άλλου. Σε μια ημερίδα που έγινε για τον Λευτέρη Βογιατζή και μετείχα, είχα πει ότι όταν πέθανε ο Λευτέρης ήταν σαν να πέθανε το είδος του θεάτρου που έκανε. Γιατί είχε μπροστά του έναν άπλετο χρόνο, που πληρωνόταν καλά. Και μπορούσε να απαιτήσει από όλους, και από τον εαυτό του, να ασχολούνται μόνο με αυτό. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιοι άνθρωποι σήμερα που προσπαθούν, ακόμα, να λειτουργήσουν με τον τρόπο που λειτουργούσαν ως τώρα. Ένας από αυτούς είναι και ο Γιάννης Χουβαρδάς, ο οποίος απαιτεί από την παραγωγή κάθε φορά ένα συγκεκριμένο χρόνο, ένα συγκεκριμένο ωράριο και κάποιους συγκεκριμένους ηθοποιούς που πληρώνονται αξιοπρεπώς. Όλοι θα ήθελαν φυσικά να δουλέψουν μ’ αυτές τις συνθήκες, αλλά δεν είναι πάντα εύκολο, για όλους».

-Πώς σχολιάζεις αυτή την τεράστια υπερπροσφορά παραστάσεων που διαρκώς μεγαλώνει;

«Ούτε εγώ είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένος μ’ αυτή την υπερπροσφορά. Βέβαια μπορεί κάποιος να αντιτείνει, ότι από τα πολλά μπορεί να βγει κάτι καλό. Δεν διαφωνώ. Αλλά αυτά τα πάρα πολλά δεν έχουν τη δυνατότητα πια, να φτάσουν στον αποδέκτη τους. Και βλέπεις ότι όλο και περισσότερο είναι όλο και πιο αναγκαία η διαμεσολάβηση που αναζητεί τα target group της κάθε παράστασης. Παλιά ήξερες ότι ανεβάζεις την τάδε παράσταση, θα δώσεις χρόνο ώστε από στόμα σε στόμα να δείξει αν θα δουλέψει και ανάλογα, ή την τράβαγες ή συνέχιζες. Τώρα και λόγω του χρόνου κάθε παράστασης και λόγο της υπερπληθώρας, είναι απαραίτητος ένας ενδιάμεσος. Κι εκεί είναι το ζόρι. Θέλω να πω ότι ο καθένας που κάνει αυτή τη διαμεσολάβηση, είναι αναγκασμένος να λειτουργήσει με βάση τους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης. Αν λοιπόν, για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη ζήτηση πρέπει να προσφέρει ένα περιτύλιγμα που είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που προσφέρεις εσύ ως καλλιτέχνης, εκεί λίγο συσκοτίζονται τα πράγματα. Βέβαια, ένα κομμάτι της υπερπροσφοράς συνδέεται και με ένα άλλο θέμα πολύ σοβαρό. Ξέρεις πόσες δραματικές σχολές έχουμε; Σχεδόν 50, με περίπου 700 αποφοίτους κάθε χρόνο. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι βγαίνουν στην αγορά θεάματος και διεκδικούν, με οικονομικούς όρους, ένα μερίδιο της πίτας. Κι επίσης οι επιχειρηματίες ρισκάρουν πολύ λιγότερο. Άσε που έχει εκλείψει σχεδόν η έννοια επιχειρηματίας. Το ρίσκο μετακυλίεται στους καλλιτέχνες. Τα περισσότερα θέατρα που έχουν διαμορφώσει πολλαπλό ρεπερτόριο, λειτουργούν ως σούπερ μάρκετ και οι καλλιτέχνες ζουν πλέον με τα ποσοστά. Αυτό είναι εξαθλίωση. Δηλαδή έχει καταλήξει η δουλειά χόμπι, κι όχι επάγγελμα από το οποίο μπορεί να ζήσει κανείς».

-Εχω παρατηρήσει ότι αυτό το target group έχει διαφοροποιηθεί αρκετά. Δηλαδή βλέπω εντελώς διαφορετικές κατηγορίες κοινού και αναρωτιέμαι μήπως αυτό συνδέεται με τις προσφορές στα εισιτήρια που κάνουν, πλέον, όλα τα θέατρα.

«Πάλι με τους νόμους της αγοράς γίνονται αυτές οι προσφορές. Είναι το ίδιο πράγμα που γίνεται στα μαγαζιά όταν έχουν εκπτώσεις, που πας και παίρνεις πράγματα τα οποία δεν χρειάζεται. Όμως και οι επιχειρηματίες των θεάτρων είναι αναγκασμένοι να λειτουργήσουν και με ένα δέλεαρ οικονομικό. Το θέμα είναι αν αυτό το κοινό  έρχεται γιατί ενδιαφέρεται πραγματικά ή προσελκύεται από κάτι άλλο, που μπορεί να μην έχει σχέση με το καλλιτεχνικό προϊόν. Είναι σα να προσπαθούμε να βγάλουμε το ψωμί μας με τελείως πλάγιους τρόπους».

-Θέλω να σε ρωτήσω, πού χτυπάει η καρδιά σου πιο πολύ για όλα αυτά με τα οποία καταπιάνεσαι; Λες δηλαδή, “εγώ θέλω να παίζω” ή λες “εγώ θέλω να κάτσω σπίτι μου να μεταφράσω”;

«Λέω και τα δύο ή μάλλον λέω και τα τρία. Η βασική μου ιδιότητα είναι του ηθοποιού. Ως ηθοποιός προσεγγίζω. Είμαι ένας ηθοποιός που σκηνοθετεί, κι ένας ηθοποιός που μεταφράζει. Η μετάφραση είναι ένα πάρα πολύ γοητευτικό πράγμα και πάρα πολύ ωραία δουλειά για το μυαλό, αλλά δεν μας φτάνει. Είναι δουλειά μοναχική και καθιστική. Η δουλειά της σκηνοθεσίας επίσης μου αρέσει όταν έχει να κάνει με γερά κείμενα. Αλλά δυστυχώς, αυτό δεν εκτιμάται πια. Έχει ξεμάθει και το κοινό ή ξεμαθαίνει. Λένε π.χ. ότι “ααα, το κοινό βαρέθηκε τους σκηνοθετισμούς και ξαναπηγαίνει στα κείμενα”. Δεν είμαι σίγουρος. Το κοινό πάει εκεί που το οδηγούν. Το κοινό δεν είναι εκπαιδευμένο ώστε να απαιτήσει κάτι. Δεν είναι σαν το κοινό της Κεντρικής Ευρώπης που θεωρεί το θέατρο ως έναν σημαντικό θεσμό της αστικής δημοκρατίας. Γι’ αυτό και η σκηνοθετική μου ενασχόληση έχει μαζευτεί. Δεν βρίσκω πρόσφορο χώρο. Από την άλλη πλευρά ποτέ δεν επεδίωξα να κάνω καριέρα σκηνοθετική. Μ’ αυτή την έννοια δουλεύω πια όποτε βρίσκω ένα ωραίο ανθρώπινο τοπίο και όποτε υπάρχουν οι συνθήκες αυτές που θα με φέρουν σ’ επαφή μ’ ένα έργο σημαντικό, ένα κείμενο σημαντικό και κυρίως με ανθρώπους που μ’ ενδιαφέρει να είμαι μαζί».

-Αν σε ρωτούσα ποια προσωπικότητα σου λείπει σήμερα, τι θα μου έλεγες;

«Τι να σου πω; Από τον Μάνο Χατζιδάκι μέχρι τον Γρηγόρη Λαμπράκη. Από τον Λευτέρη Βογιατζή μέχρι τον Γιάννη Τσαρούχη. Δεν ξέρω…».

-Δηλαδή κάτι που «Συνέβη στην Ελλάδα». Όλοι αυτοί οι άνθρωποι συνέβησαν στην Ελλάδα.

«Συνέβησαν και επηρέασαν το πνευματικό τοπίο. Και το πνευματικό τοπίο δεν είναι κάτι πολυτελείας, είναι κάτι που επηρεάζει την καθημερινότητά μας και την κοινωνική μας σχέση. Γιατί η αισθητική δεν είναι θέμα πολυτελείας. Ξεκίνησαν από την αισθητική για ν’ ασχοληθούν με όλα τα συμπτώματα της εποχής μας, αν μιλάμε για τους καλλιτέχνες. Αν μιλήσουμε για τον Λαμπράκη, πιάστηκε από μια αίσθηση εσωτερικής δικαιοσύνης».

«Συνέβη στην Ελλάδα», οι συγκρούσεις και οι διχασμοί του σύγχρονου ελληνικού κράτους

-Και το «Συνέβη στην Ελλάδα» πώς προέκυψε;

«Θα έλεγα ότι είναι ένα σύμπτωμα που ταιριάζει με τις ιδιορρυθμίες της εποχής. Ήταν μια ιδέα του Στάθη Λιβαθινού που μου είπε να αναλάβω κάτι που θα είχε σχέση με την ιστορία. Το θεώρησα πολύ ενδιαφέρουσα ιδέα και στα πλαίσια τα παιδευτικά του Εθνικού Θεάτρου. Και σιγά σιγά προέκυψε αυτό που προέκυψε. Βρήκε έδαφος από πέρυσι και νομίζω ότι έχει ακόμα πολύ χώρο να διανοίξει ως προς το κοινό που απευθύνεται. Επαναλαμβάνουμε τη δουλειά που είχαμε κάνει πέρυσι σε βελτιωμένη εκδοχή, ώστε να γίνουν πιο άρτιες σαν παραγωγές. Διαλέξαμε τη μορφή που θυμίζει αναλόγιο, γιατί υπάρχουν δύσκολα κείμενα, από πηγές, που οι ηθοποιοί τα διαβάζουν από μέσα. Προσπαθούμε επίσης να μην παίρνουμε θέση, να παρουσιάζουμε όλες τις απόψεις και τη θέση να την παίρνει ο θεατής. Φέτος ξεκινάμε με χρονολογική σειρά, ξεκινάμε με τους “Φιλέλληνες” και τη σχέση Ελλήνων μαχητών με Φιλέλληνες μαχητές. Μετά θα ασχοληθούμε με τη «Βαυαροκρατία», επίσης μια δύσκολη περίοδος. Το επόμενο είναι η “Μεγάλη Ιδέα”, που καθόρισε πάρα πολύ και τις σχέσεις με τους γείτονες και τις ενδοελληνικές συγκρούσεις. Μετά έχουμε τον “Μεγάλο Διχασμό”, Βενιζέλος-Βασιλιάς. Το πιάνουμε από τους Βαλκανικούς Πολέμους μέχρι τη Μικρασία. Το επόμενο λέγεται “Συμπτώματα Κατοχής”, έχει να κάνει με την καθημερινότητα, στις πόλεις κυρίως, στη διάρκεια της Κατοχής. Θέλαμε να έχουμε φωνές από την πλευρά των δοσίλογων και των μαυραγοριτών, αλλά δεν υπάρχουν πολλές πηγές από αυτή την πλευρά. Και σ’ αυτή την ενότητα υπάρχει και το θέμα των Εβραίων, εκείνη την περίοδο. Τα άλλα δύο κομμάτια, τα καινούργια είναι για την “Ιστορία των δανείων”, ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης και το τελευταίοι λέγεται “Οι άλλοι Έλληνες” και έχει σχέση με τις μειονότητες στην Ελλάδα, και έχει σχέση με τις γλωσσικές, εθνοτικές και θρησκευτικές μειονότητες που υπήρξαν και υπάρχουν στην Ελλάδα».

Όση ώρα μιλάει για το «Συνέβη στην Ελλάδα» παθιάζεται ο Νίκος  Χατζόπουλος, κολυμπάει σε πτυχές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. «Μου αρέσει να ανακαλύπτω πράγματα. Μην ξεχνάς ότι έχω απολύτως τεχνοκρατική εκπαίδευση.  Έχω τελειώσει Αρχιτεκτονική. Και με το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας, εκπαιδευόμαστε γι’ αυτό που θέλουμε να γίνουμε. Κι άμα το αποφασίσεις νωρίς έχει καλώς. Στη γενιά τη δικιά μου, από 14 χρονών, εκπαιδευόμαστε για να πάμε στο Πολυτεχνείο. Έτσι, το υπόλοιπο κομμάτι της παιδείας το περιφρονούσα».

Από την Αρχιτεκτονική, στη σκηνή

Κι ενώ ο Νίκος Χατζόπουλος μπορεί να μιλάει ατελείωτα για ό,τι τον γοητεύει στη σκηνή ή με αυτά με τα οποία καταπιάνεται, είναι εξαιρετικά φειδωλός σε ό,τι αφορά την προσωπική του διαδρομή. Χρειάστηκε πράγματι να τον πιέσω να μου κάνει μια μικρή περιγραφή της διαδρομής, που δεν είναι καθόλου συναφής με όσα κάνει τώρα και με όσα τον γνωρίσαμε.  Τον ρώτησα λοιπόν, πού γεννήθηκε, ποια είναι η καταγωγή του, τι του αρέσει να κάνει στην Αθήνα.

«Οι γονείς μου ήταν Μικρασιάτες και οι δύο και αυτό το θεωρώ ως μια πολύ ωραία κληρονομιά. Έτσι κι αλλιώς το περιβάλλον μου ήταν σχεδόν αμιγώς μικρασιάτικο, γιατί υπήρχαν και μεγάλα σόγια. Κάποια στιγμή αποφάσισα, στα 16 ή στα 17, να γίνω αρχιτέκτονας, με δική μου επιλογή, γιατί η δουλειά του πατέρα μου ήταν πολύ διαφορετική. Είχε ένα μαγαζί με είδη κιγκαλερίας στον Πειραιά, είμαι Πειραιώτης. Μπήκα λοιπόν στο Πολυτεχνείο, και μάλιστα με υποτροφία, τελείωσα, μου άρεσε πολύ αυτός ο χώρος, αλλά δυστυχώς η  αρχιτεκτονική στην Ελλάδα σε κάνει να πιστεύεις ότι είσαι σοφός επί παντός επιστητού. Κάπως πετάς σε κάποια σύννεφα παντογνωσίας και προσγειώνεσαι απότομα στο επαγγελματικό πεδίο. Εν τω μεταξύ ήμουν και πολύ θεατρόφιλος. Από μόνος μου, από εφηβικές παρέες, παρ’ όλο που και οι γονείς μου πήγαιναν στο θέατρο και ασχολήθηκα με το Θεατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου. Κάποια στιγμή, τελειώνοντας το Πολυτεχνείο, ένας υφηγητής, επειδή είχαμε καθυστερήσει μιαν εργασία μου λέει: “Τι θα γίνει θέλετε να γίνετε αρχιτέκτονας ή θέλεις να ασχοληθείς με το θέατρο; Σε βλέπω που παθιάζεσαι εκεί με τα θεατρικά.  Αποφάσισε…”. Και πήγα σε Δραματική Σχολή, έτσι για πλάκα, για χόμπι.

Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι και στην Αρχιτεκτονική όλα τα πράγματα γίνονται ομαδικά, κάτι που συμβαίνει και στο θέατρο. Και σου αναπτύσσει μιαν αντίληψη σε σχέση με το χώρο και τους ανθρώπους.

Μέχρι να γίνω ηθοποιός, βέβαια, έκτισα σπίτια. Και κάποια στιγμή στα 28 μου, έπαθα μια κρίση και είπα ότι δεν μου αρέσει η δουλειά μου και είπα ότι δεν θέλω να έχω σχέση με το χαρτί, θέλω να έχω σχέση με τους ανθρώπους. Και έτσι ξεκίνησα το θέατρο. Είχα γνωρίσει τον Νίκο τον Χαραλάμπους, που τότε είχε αναλάβει το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας, και μου πρότεινε να πάω σαν βοηθός του. Κι εκεί ξεκίνησα να παίζω. Θεωρώ ότι η τύχη και οι συγκυρίες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο. Η ζωή μας είναι εντελώς προϊόν συγκυριών και όταν τις αξιοποιείς για καλό δικό σου και για καλό των άλλων έχει νόημα. Τυχαία έγινα ηθοποιός, τυχαία έγινα σκηνοθέτης…».

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ