Metamanias Θέατρο

Μήδεια: Προίκα “χωρίς περιττό στυλιζάρισμα”

Είχα δει και το καλοκαίρι, στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, τη φετινή πρόταση του Δημήτρη Καρατζά και τη δική του «Μήδεια». Στη Μικρή Επίδαυρο συγκεκριμένα. Και είχαμε από την πρώτη φορά γοητευτεί από την ευφυή σύνδεση του ευριπίδειου κειμένου με κείμενα του Πιερ Πάολο Παζολίνι (πρωτίστως), του Χάινερ Μύλλερ, του Ζαν Ανούιγ (δραματουργική επεξεργασία Δημήτρης Καρατζάς, Θεοδώρα Καπράλου). Και είχαμε από την πρώτη φορά εντυπωσιαστεί από τις ερμηνείες των Γιώργου Γάλλου, Χρήστου Λούλη και Μιχάλη Σαράντη, που ζωντάνεψαν όλα τα πρόσωπα του έργου, όλες τις προσωπικότητες του μύθου. Και είχαμε μαγευτεί από το εύστοχο σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου: τα με σπαράγματα γυναικείων φορεμάτων ή εσωρούχων, τα περισσότερα παλαιότερων εποχών. Σαν εκμαγεία, σαν απομεινάρια πάνω στη γη, σαν σπαράγματα της γυναικείας παρουσίας αιώνων…  Σαν τα αφημένα σημάδια των γυναικών που ερωτεύτηκαν… Κι ένα μικρό φυτό που πάσχιζε να φυτρώσει στη μέση…

Η «Μήδεια» του Δημήτρη Καρατζά δεν έμεινε μόνο στις δύο παραστάσεις της Μικρής Επιδαύρου.  Παρουσιάζεται, από τις 5 Σεπτεμβρίου στο θέατρο «Πορεία» με αρχικό προγραμματισμό παραστάσεων μέχρι τις 17 του μήνα. Επειδή όμως έγινε sold out, προστέθηκαν άλλες δύο παραστάσεις, τη Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου και τη Δευτέρα 2 Οκτωβρίου.

Πήγα ξανά στη «Μήδεια», στο θέατρο «Πορεία». Ήθελα να δω πώς είναι η ίδια παράσταση -μια συνομιλία της αρχαίας τραγωδίας με σύγχρονα κείμενα για τον ίδιο μύθο- σε κλειστό χώρο. Σας το λέω εξ αρχής: έφυγα πιο μαγεμένη απ’ ό,τι την πρώτη φορά στη Μικρή Επίδαυρο. Και αναζήτησα τους λόγους αυτής της ικανοποίησης.

Ομολογουμένως μπαίνοντας στην πλατεία του θεάτρου «Πορεία», είδα λίγο πιο συμπυκνωμένο το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου. Σαν να ήταν λιγότερα τα απλωμένα ρούχα καταγής. Όμως γρήγορα φάνηκε ότι αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο ή μειονέκτημα για την εξέλιξη της παράστασης. Οι τρεις ηθοποιοί, διαρκώς επί σκηνής, χωρίς μικρόφωνα, πολύ πιο κοντά μας, σε απόλυτη αμεσότητα με την κίνησή τους και τις αποχρώσεις της φωνής τους.

Ομολογώ ότι στη δεύτερη αυτή θέαση της ίδιας παράστασης βούρκωσα. Δεν είχε ισχύσει την πρώτη φορά. Να ήταν η εγγύτητα; Να ήταν η καλύτερη δυνατότητα επαφής με το κείμενο; Να ήταν  ότι η συγκεκριμένη πρόταση για την αρχαία τραγωδία εμπεριείχε και τον κλειστό χώρο, έτσι κι αλλιώς; Μπορεί ένα από αυτά, μπορεί και όλα αυτά μαζί.

Σκέφτομαι ότι έχουμε ανάγκη από νέες προτάσεις για την αρχαία τραγωδία, σκέφτομαι (και ομολογώ ότι αυτές οι σκέψεις έρχονται έπειτα από συζητήσεις με ανθρώπους που αγαπούν το θέατρο, το γνωρίζουν καλά από μέσα, θέλουν το προχώρημα αυτής της τέχνης) ότι μπορεί κάποιες μορφές αυτών των προτάσεων για μια νέα εκδοχή της αρχαίας τραγωδίας να χρειάζονται τον κλειστό χώρο. Η αλήθεια είναι ότι στον ανοικτό χώρο υπάρχει μεγαλύτερος ορίζοντας, σε «αποσπά» η συνολική αισθητική του τοπίου, σε αποσπά το τοπίο, θετικά ή αρνητικά. Στον κλειστό χώρο επικεντρώνεται ο θεατής σ’ αυτό που έχει σε πολύ μικρή απόσταση απέναντί του: στην υποκριτική, στον λόγο, στην κίνηση.

Και κάτι τελευταίο: ο Δημήτρης Καρατζάς έδειξε, μου έδειξε, στη χθεσινή παράσταση, ότι τίποτα δεν τελειώνει γι’ αυτόν όταν ανεβαίνει στη σκηνή. Καθετί παίρνει βελτιώσεις, πειράγματα, προσαρμογές. Και αυτή τη φορά, αυτοδικαίως, ξαναδούλεψε τη δουλειά του. Ίσως αφουγκραζόμενος και όσα είχαν γραφτεί, τις ελάχιστες παρατηρήσεις. Ίσως γιατί ο ίδιος έχει τη δυνατότητα να τα δει. Πάντως, εκείνο που πρόσεξα ότι είχε αλλάξει, ήταν εκείνες οι πολλαπλές κάμψεις των σωμάτων των ηθοποιών, όταν ήθελαν να δηλώσουν ότι αλλάζουν ρόλο. Αυτή τη φορά, σ’ αυτή την εκδοχή, ήταν όλα πιο μινιμαλιστικά, τόσο όσο χρειαζόταν. Δίνοντας χώρο στον λόγο, δίνοντας έκταση στο κείμενο και στις ερμηνείες. Χωρίς περιττό στυλιζάρισμα.

 «Φοβάμαι», ελπίζω δηλαδή, ότι αυτή η παράσταση θα επαναληφθεί ξανά και ξανά. Σε ελληνικές ή σε ξένες σκηνές. Γιατί ναι, αυτό ήταν μια διαφορετική πρόταση. Που υποστηρίχτηκε μοναδικά από τρεις σπουδαίους ηθοποιούς.

Όλγα Σελλά