Metamanias Θέατρο

Μαγειρεύοντας με μπαγιάτικα υλικά

ΤΗΣ ΟΛΓΑΣ ΣΕΛΛΑ

Αναποδογυρισμένη η πλατεία του θεάτρου «Αποθήκη» σε σχέση με πέρυσι. Οι θέσεις στη… θέση τους, και η «Κουζίνα», μαζεμένη τακτοποιημένη, στη θέση της επίσης, επί σκηνής. Γιατί φέτος ο Γιώργος Νανούρης ετοίμασε μια παράσταση… μαγειρικής. Πήρε το έργο του Σερ Αρνολντ Γουέσκερ, που γράφτηκε τη δεκαετία του ’50 και παραλληλίζει την κουζίνα ενός εστιατορίου και τους ανθρώπους που δουλεύουν εκεί  με τη μικρογραφία της κοινωνίας, των σχέσεων και των σκέψεων των ανθρώπων, έξω από εκεί.

Μετά το τρίτο κουδούνι, ένδεκα νέοι άνθρωποι έφτασαν πηδώντας και χορεύοντας στη σκηνή, κι άρχισαν να μεταδίδουν το κέφι τους, το ρυθμό τους, τη διάθεσή τους για ζωή. Είναι, προφανώς, οι νέοι άνθρωποι που βγαίνουν στην αγορά εργασίας, λίγο πριν αντιμετωπίσουν τις διαψεύσεις, τις ματαιώσεις, τις αγωνίες, τους ανταγωνισμούς. Φέρνουν μαζί τους μόνο το κέφι και τις όποιες δεξιότητές τους. Κι εκεί, μπροστά μας, γίνονται οι εργαζόμενοι μιας μεγάλης κουζίνας εστιατορίου, γίνονται η αλυσίδα  μιας παραγωγικής διαδικασίας. Οπουδήποτε• όποτε.

Και δουλεύουν πολύ, δουλεύουν σκληρά, δουλεύουν παθιασμένα, με θόρυβο. Και πασχίζουν και παράγουν ασταμάτητα. Κάτι σαν τον τρόπο του Σαρλώ στους «Μοντέρνους καιρούς».

Σ’ αυτό το πρώτο μέρος της παράστασης κυριαρχεί ο ρυθμός που τον δίνουν τα κατσαρολικά, οι πάγκοι εργασίας της κουζίνας και το μπρίο των ένδεκα νέων ηθοποιών στη σκηνή. Ελάχιστοι είναι οι διάλογοι, σχεδόν ανύπαρκτοι. Οι ήχοι της κουζίνας παραπέμπουν στους ήχους της καθημερινότητας.

Και σιγά σιγά αρχίζουν και μπαίνουν οι διάλογοι. Που όμως δείχνουν την ηλικία της γραφής τους. Και μεγαλώνουν και οι εργαζόμενοι στην «Κουζίνα» και μαραγκιάζουν, όπως τα λαχανικά εκτός ψυγείου, και στεγνώνουν από χαρά, και απλώς ονειρεύονται. Μόνο που εκεί στα όνειρα γίνονται και μελό (κειμενικά). Και πλέον δεν χορεύουν, απλώς φωνάζουν, πολύ φωνάζουν.

Ο Γιώργος Νανούρης έφτιαξε στο θέατρο «Αποθήκη» μια χειροποίητη παράσταση που έχει τις χάρες κάθε χειροποίητου. Μετέφρασε το έργο, το σκηνοθέτησε, το διασκεύασε, έστησε το σκηνικό, έβαλε τους φωτισμούς, επιμελήθηκε την κίνηση (από τα πιο ωραία στοιχεία της παράστασης), και τη μουσική. Με αγάπη, πάθος και αυταπάρνηση και με μια ομάδα πρωτοεμφανιζόμενων ηθοποιών, που δεν έφεραν μαζί την πείρα τους, αλλά μόνο το πάθος τους. Γι’ αυτό και οι ερμηνείες ήταν άνισες, κάποιες φορές πρωτόλειες, κάποιες άλλες καλές κι άλλες λιγότερο καλές. Ήταν ικανά αυτά όλα για μια καλή παράσταση; Δεν ήταν, δυστυχώς. Γιατί είχε απέναντί του κι ένα παλιό, ξεπερασμένο, διδακτικό κείμενο που το διαχειρίστηκε όσο καλύτερα μπορούσε, αλλά δεν μπορούσε να το ακυρώσει, αφού το διάλεξε. Ο Γιώργος Νανούρης έβαλε την υπογραφή και την ευαισθησία του σε πολλές στιγμές. Κρατάω τη σκηνή της αργής κίνησης, τη σκηνή της «Λίμνης των κύκνων» που χορεύει η σερβιτόρα-καθαρίστρια με τη σκούπα της, τη σκηνή με τα ημιφωτισμένα κουζινικά.

Είναι η δεύτερη παράσταση που βλέπω και αφορά ένα παλαιότερο κείμενο, που επιλέγει ένας νέος καλλιτέχνης. Η πρώτη ήταν «Η νύχτα των δολοφόνων» του Κουβανού Χοσέ Τριάνα, σε σκηνοθεσία Μάνου Βαβαδάκη, στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Κι αυτό ένα παλιό κείμενο ήταν, του 1964, και μια παράσταση υπεράνω του κειμένου, με τρεις θαυμάσιες ερμηνείες, τούτη τη φορά.

Αναρωτιέμαι απλώς γιατί οι νέοι καλλιτέχνες που έχουν ευαισθησίες και νοιάξιμο για όσα συμβαίνουν γύρω μας, όπως ο Γιώργος Νανούρης και ο Μάνος Βαβαδάκης, επιλέγουν κείμενα που παραπέμπουν σε εποχές και συνθήκες που δεν γνώρισαν και στρέφονται σε κείμενα που δεν είναι και ακριβώς κλασικά. Δυστυχώς είναι απλώς παλιά και ξεπερασμένα. Είτε ως προς τον διδακτισμό και την κοσμοθεωρία που πρεσβεύουν και κοινωνούν («Κουζίνα») είτε ως προς τις νεωτερικές και ψυχαναλυτικές αναζητήσεις -για τότε- («Η νύχτα των δολοφόνων»). Υποθέτω γιατί η ευαισθησία και των δύο τους κάνει να αναζητούν τα δεινά του σήμερα πιο πίσω. Μόνο που στην προκειμένη περίπτωση ήταν λανθασμένες οι δεξαμενές. Και έφτασαν στο σήμερα, με το θόρυβο του σήμερα.