featured Θέατρο

Λένα Κιτσοπούλου: “Στη χώρα μας έχουμε πήξει στην κριτική”

Συνήθως οι καλλιτέχνες μιλούν λίγο πριν παρουσιάσουν την επόμενη δουλειά τους. Τι γίνεται όμως μέσα τους, στη ζωή τους, στους ρυθμούς τους, στη σκέψη τους, όταν μαζευτούν τα σκηνικά, όταν δεν χτυπούν κάθε βράδυ τα τρία κουδούνια, όταν ολοκληρωθούν οι παραστάσεις τους; Μ’ αυτό το σκεπτικό σκεφτήκαμε να μιλήσουμε με τη συγγραφέα, ηθοποιό και σκηνοθέτιδα Λένα Κιτσοπούλου λίγο μετά την ολοκλήρωση της «Αντιγόνης» της στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση και λίγο πριν φύγει για την Ελβετία για μια νέα παράσταση. Και διαπιστώσαμε ότι είχαμε να πούμε πολλά: για τα αισθήματα, τις σκέψεις και τις ανάγκες της μετά από κάθε παράσταση, για την αποτίμηση αυτής της φάσης της διαδρομής της και τις αμέσως επόμενες δημιουργικές της σκέψεις, για κύκλους που κλείνουν ή ανοίγουν, για την Πόλυ Πάνου και τον Ζαμπέτα, για τον Τένεσι Ουίλιαμς και τον Σαίξπηρ, και για την κριτική. Με τον χειμαρρώδη,  τρυφερό, χιουμοριστικό, σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό τρόπο της Λένας Κιτσοπούλου.

  • Οι παραστάσεις της «Αντιγόνης» ολοκληρώθηκαν. Υπάρχει κάποια ιδιαίτερη «φάση» που περνάς ή θέλεις να περνάς μετά το τέλος της κάθε παράστασής σου; Κυριαρχεί η θλίψη του τέλους, η ανακούφιση ή το ανασκούμπωμα για το επόμενο;

Όλα τα παραπάνω ισχύουν. Μια παράστασή μου τη βιώνω με μεγάλη ένταση, εμπλέκομαι προσωπικά και η διαδικασία ξεκινάει πριν ακόμα κι από τις πρόβες, τον καιρό που γράφω το έργο. Όταν τελειώνει λοιπόν όλη αυτή η ιστορία, συνήθως απολαμβάνω αυτά που μου έχουν λείψει. Το να δω άλλες παραστάσεις, να δω σινεμά, να διαβάσω, να περάσω την ώρα μου χωρίς πίεση χρόνου, χωρίς να πρέπει να γεννήσω ιδέες ή να σκεφτώ σκηνές ακόμα και στον ύπνο μου. Κάθομαι και ζωγραφίζω για μένα, φτιάχνω σκίτσα, πηγαίνω πέρα δώθε μέσα στο σπίτι και αισθάνομαι σχεδόν ευτυχία. Τουλάχιστον τον πρώτο καιρό. Και ύστερα από λίγο, αρχίζει μία θλίψη, κάτι φταίει πάλι, κάτι μέσα μου αρχίζει και γίνεται νωχελικό και δεν μου αρέσει. Τώρα, βέβαια, υπάρχουν κάποια άμεσα επόμενα σχέδια, οπότε πάλι γράφω, πάλι έχω deadlines μπροστά μου κ.λπ., υπάρχουν τραγούδια να τραγουδηθούν, κάποιες ταινίες να γίνουν, κάτι ωραία ταξίδια συνδυασμένα με παραστάσεις, οπότε δεν χρειάζεται να μελαγχολήσω πολύ. Η «Αντιγόνη» θα ταξιδέψει τον Μάιο και στο Παρίσι, στο Theatre de la Ville και χαίρομαι ιδιαίτερα για αυτό.

  • Καμία παράστασή σου, εδώ και χρόνια, δεν περνά απαρατήρητη από τον Τύπο και την κριτική. Οι απόψεις δεν είναι ποτέ ομόφωνες. Αυτή τη φορά όμως (ή και αυτή τη φορά;) υπήρχαν κριτικές που προκάλεσαν αντιδράσεις, νέα κείμενα, και μεγάλη συζήτηση στα social media κυρίως. Τα έχεις παρακολουθήσει; Σε ενοχλούν γενικά οι αρνητικές κριτικές; Πώς βίωσες το συγκεκριμένο περιστατικό;

Η αλήθεια είναι ότι έχω μηδενική σχέση με τα social media, δεν έχω τίποτα από τέτοια πράγματα, όπως facebook κ.λπ., τα μισώ, έχω ένα κινητό που δεν τραβάει ούτε φωτογραφία, οπότε είμαι η τελευταία πάντα που μαθαίνει ακόμα και αυτά που θα μπορούσαν να με αφορούν άμεσα.

Η κακή κριτική είναι αυτή που κατ’ αρχάς, όπως ακριβώς και η καλή, κρίνει ένα καλλιτεχνικό έργο, μας εξηγεί την πρόθεση, μας αναλύει τις σκηνές, το έργο, τη θεατρική του γλώσσα, το ύφος του και έπειτα μας εξηγεί με επιχειρήματα τι είναι αυτό που κατά τη γνώμη της και σύμφωνα με την πρόθεση του καλλιτέχνη δεν πέτυχε. Αυτό είναι κάτι που το δέχομαι, που το σέβομαι, ακόμα κι αν διαφωνώ, γιατί για να είμαι ειλικρινής, εγώ πάντοτε για να φτάσω στην ώρα της πρεμιέρας, έχω πετύχει τον δικό μου σκοπό, άρα για μένα αυτό που παρουσιάζεται είναι κατά ένα μεγάλο ποσοστό πετυχημένο. Φέτος, μου είπανε ότι έγινε κάποιος ντόρος γύρω από την παράστασή μου, που ξεκίνησε από μία κριτικό θεάτρου που έγραψε, λέει, μια πολύ κακή κριτική, αλλά εγώ έψαξα και δεν βρήκα κάποια κριτικό θεάτρου στη συγκεκριμένη εφημερίδα ή κάποια τέτοια κριτική. Μήπως θα έπρεπε να βάλουν κάποιον κριτικό και εκεί, μιας και η εφημερίδα αυτή έχει πέραση και είναι ευρείας κυκλοφορίας; Απ’ την άλλη μεριά, βέβαια, μ’ αρέσει που είναι πρωτοπόροι και δεν θέλουν κριτικούς. Είναι αλήθεια ότι στη χώρα μας έχουμε πήξει στην κριτική, από κάθε άποψη και από κάθε είδους άνθρωπο, από γείτονες, συγγενείς, άσχετους, αγνώστους, είναι η χώρα και το dna τέτοιο, που ξέρει καλά να κρίνει, αλλά να μην αυτολογοκρίνεται πολύ εύκολα, οπότε ίσως η συγκεκριμένη εφημερίδα καλά κάνει, εις ένδειξιν διαμαρτυρίας.

  • Τα τελευταία χρόνια εμφανίζεσαι στο θέατρο κυρίως με δικά σου κείμενα, που αγγίζουν όψεις της κοινωνικής και διαπροσωπικής συμπεριφοράς. Τα σαρκάζεις, τα τρολάρεις θα έλεγα. Έχω δει νομίζω όλη αυτή την «ενότητα» των τελευταίων χρόνων. Σε ενδιαφέρει να συνεχίσεις αυτή τη μορφή στη θεατρική σου παρουσία ή πιστεύεις ότι έκλεισε αυτός ο κύκλος;

Αυτή τη στιγμή αισθάνομαι ότι εξαντλήθηκε αυτός ο κύκλος. Τουλάχιστον για τώρα. Αυτό που κάνω, δηλ. δικά μου κείμενα σε πιο μικρούς χώρους και σε πιο μικρές φόρμες, δεν είναι πάντα επιλογή μου. Πολλές φορές μου ζητιέται και φυσικά εγώ το κάνω, επειδή είναι η δουλειά μου και επειδή σίγουρα με ευχαριστεί, να γράφω τα δικά μου κείμενα αλλά και επειδή έχω τη δυνατότητα να επιλέγω τα άτομα που θέλω, τους συνεργάτες που θέλω κ.λπ. Τα τελευταία δύο χρόνια ξεζουμίστηκα αρκετά, με μεγάλη μου χαρά και μεγάλη ευγνωμοσύνη προς τους ανθρώπους που με καλέσανε και μου δώσανε αυτή την ευκαιρία, όμως και με μια εξάντληση παράλληλα σε σχέση με τις τρομακτικές απαιτήσεις που έχει αυτή η διαδικασία από μένα. Αυτή η ασταμάτητη γέννα ιδεών, κειμένων κ.λπ., το να βρίσκεσαι συνεχώς αντιμέτωπος σε μια πρόβα με δικά σου λόγια, με δικές σου απόψεις περί ζωής, είναι μια ψυχοφθόρα διαδικασία. Συνεχώς εκτίθεσαι σε μεγάλο βαθμό και συνολικά. Ταυτόχρονα με τρεις ιδιότητες: ως ηθοποιός, ως σκηνοθέτης και ως συγγραφέας. Δεν είναι για κάθε μέρα αυτό. Εδώ στην Ελλάδα, αλλά και όχι μόνο, υπάρχει τάση να κατηγοριοποιούνται τα πράγματα και οι καλλιτέχνες να μπαίνουν σε κουτάκια. Α, αυτός κάνει μόνο για αυτό. Ή αυτός ο ηθοποιός κάνει για τέτοιους ρόλους. Η Λένα κάνει μικρές φόρμες με τρία τέσσερα άτομα. Μα αυτό γεννήθηκε κάποια στιγμή από την ανάγκη μιας συγκεκριμένης παραγωγής και παρέμεινε έτσι επειδή «πέτυχε», οπότε και για αυτόν τον λόγο άρχισε να μου ζητιέται. Πέρσι που σκηνοθέτησα την «Έντα Γκάμπλερ» στη Γερμανία, ο διευθυντής του θεάτρου εκεί μου το ζήτησε, έχοντας δει τον «Ματωμένο Γάμο». Τον «Ματωμένο Γάμο» τον έκανα επί Λούκου, γιατί ο ίδιος με άφησε ελεύθερη να επιλέξω. Όταν μου δόθηκε δικαίωμα επιλογής και όχι παραγγελία, στο Θέατρο Τέχνης, εγώ επέλεξα τον Ξενόπουλο. Οπότε δεν κάνω μόνο μικρές φόρμες και δικά μου έργα, ούτε θέλω μόνο αυτό. Υπάρχει ανάγκη τακτοποίησης και τυποποίησης στη χώρα μας και αυτό πολλές φορές είναι λάθος, δεν έχει όραμα, δεν έχει σχέδιο και όνειρο. Σε παίρνω επειδή έκανες το προηγούμενο καλά, να μου κάνεις και μένα ένα παρόμοιο. Είναι μια λογική λίγο της «συνταγής», η οποία δεν έχει και πολλή σχέση με την αληθινή δημιουργία. Ενώ ένας οργανισμός θα έπρεπε να φαντασιώνεται καινούργια πράγματα, να ρισκάρει πάνω σε ανθρώπους που πιστεύει στη δυναμική τους και όχι στη μία περσινή τους επιτυχία. Εδώ, αν ένας νέος σκηνοθέτης κάνει κάτι επιτυχημένο μέσα σε μία τουαλέτα, την επόμενη χρονιά θα τον θέλουν όλοι μέσα στις τουαλέτες τους. Ενώ αυτός ενδεχομένως να είναι ικανός και να πρέπει να σκηνοθετήσει στην Επίδαυρο. Ένας τέτοιος παραγωγός που θα το έβλεπε αυτό, θα ήταν ένας παραγωγός-δημιουργός και χρειαζόμαστε τέτοιους και όχι ανθρώπους που μιμούνται με τη νοοτροπία της ελληνικής επαρχίας, η οποία λέει ότι αφού ο δίπλα έβαλε πέργκολα, πρέπει να βάλεις κι εσύ. Ή, επειδή ο δίπλα έχει πετυχημένο σουβλατζίδικο, ανοίγεις κι εσύ δίπλα σουβλάκια. Άνοιξε εσύ, ρε φίλε, ένα κινέζικο, ένα ταϊλανδέζικο, κάτι άλλο. Είναι απλή λογική, αλλά φαίνεται ότι ακόμα κι αυτή είναι δυσεύρετη.

  • Έχω δει διασκευές σου σε έργα άλλων. Ο δικός σου «Ματωμένος Γάμος» ήταν μια ξεχωριστή στιγμή. Σ’ ενδιαφέρει να καταπιαστείς με γνωστά κείμενα και να τα «πειράξεις» με τον δικό σου τρόπο; Έχεις κάτι κατά νου; Με ποιο έργο ονειρεύεσαι να ασχοληθείς;

Πάρα πολύ με ενδιαφέρει κάτι τέτοιο και ίσως μόνο κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή. Θα ήθελα πάρα πολύ να ασχοληθώ με τον Τένεσι Γουίλιαμς, με τον Σαίξπηρ και με πολλούς άλλους συγγραφείς και σε μια μεγάλη σκηνή ή επίσης σε έναν μεγάλο χώρο που να μην είναι σκηνή. Σε ένα έτοιμο σκηνικό. Σε έναν αθλητικό χώρο, σε ένα πρώην ντράιβ ιν, σε ένα χωράφι. Αυτά, όμως, θέλουν χρήματα, παραγωγές, ανθρώπους να τα υλοποιήσουν, να τα πιστέψουν κ.λπ.

  • Τα τελευταία χρόνια καταγίνεσαι ταυτόχρονα με πολλά. Αυτή την περίοδο από το φθινόπωρο μέχρι σήμερα είχες την επανάληψη των «Τυραννόσαυρων» στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, είχες τις πρόβες και την παράσταση της «Αντιγόνης», είχες τη συνεργασία με τον Δώρο Δημοσθένους, εμφανίζεσαι τα Σαββατόβραδα σταθερά σ’ ένα στέκι στα Εξάρχεια. Δεν είναι εξοντωτικός αυτός ο ρυθμός; Πώς ξεκουράζεσαι;

Το ένα με ξεκουράζει από το άλλο. Και το ένα τροφοδοτεί το άλλο. Γιατί, για μένα πολλές φορές η αδρεναλίνη είναι ξεκούραση. Όταν τελειώνει μία πρόβα ή μία παράσταση και μετά τρέχω στον «Άγγελο» στα Εξάρχεια να τραγουδήσω, παρ’ όλη τη σωματική κούραση, την κλεισμένη φωνή κ.λπ. αποφορτίζομαι τόσο ωραία. Μόνο από το γεγονός ότι πάω εκεί και αρχίζουμε κάτι κουβέντες άσχετες με το θέατρο, του στιλ η τάδε πρώτη εκτέλεση με την Πόλυ Πάνου ή τι είπε ο Ζαμπέτας σε έναν μαγαζάτορα κάποτε, όλα αυτά έρχονται σε τρομερή αντίθεση με τον κόσμο στον οποίο βρισκόμουνα λίγη ώρα πριν και αυτό πραγματικά με ξεκουράζει και με ησυχάζει. Το γεγονός ότι πάντα μου άρεσε να μπαινοβγαίνω σε διαφορετικούς κόσμους, είναι και κάτι που έχω ανάγκη. Να μη με ρουφάει η βαρύτητα ενός και μόνο μικρόκοσμου, να συνειδητοποιώ συνέχεια ότι όπου κι αν εργάζομαι δεν είμαι το κέντρο της προσοχής. Νομίζουμε καμιά φορά ότι η παράστασή μας είναι το πιο σημαντικό πράγμα του κόσμου κι αν πάμε ένα τετράγωνο παραπάνω σε ένα μαγαζί, οι άνθρωποι εκεί μέσα αγνοούν μέχρι και την ύπαρξή μας. Εμένα αυτό με κάνει πολύ χαρούμενη. Το να μην είμαι τίποτα και να μη σημαίνω κάτι άμα τη εμφανίσει.

  • Τι σου αρέσει πιο πολύ; Να γράφεις, να παίζεις, να σκηνοθετείς ή να τραγουδάς;

Μου αρέσουν όλα, όλα, όλα. Θα ’θελα πολλές ζωές και να είμαι όλα. Θα ’θελα να μη γερνάω, να μην περνάνε τα χρόνια και να έχω τη δυνατότητα να γίνω παγκόσμια πρωταθλήτρια του καλλιτεχνικού πατινάζ, τραγουδίστρια και δίπλα μου να κάθεται ο Ζαμπέτας και η Μοσχολιού, σκηνοθέτης κινηματογράφου, εικαστικός, γλύπτρια, σκιτσογράφος, συνθέτης, να πάρω όσκαρ, νόμπελ, χρυσή άρκτο, χρυσό φοίνικα, γενικά οτιδήποτε σε χρυσό, να ζω πάνω στο κύμα και ταυτόχρονα μέσα στο κέντρο της πόλης, να έχω πέντε παιδιά και έναν άντρα μερακλή, (χαχαχα), ταυτόχρονα να μην έχω κανέναν και να ζω σε ένα τροχόσπιτο πάνω σε έναν γκρεμό. Οπότε, μη με ρωτάτε τι μου αρέσει. Μου αρέσουν όλα όσα έχω και όλα όσα δεν έχω.

  • Υπάρχουν κάποιες ξεχωριστές στιγμές που θυμάσαι από τις παραστάσεις σου (σχέση πλατείας-σκηνής);

Υπάρχουν πολλά τέτοια, ωραία, συγκινητικά, αστεία. Αγανακτισμένοι που φεύγουν. Στην «Αντιγόνη», εγώ καθόμουνα σε ένα καμαρίνι δίπλα στη σκηνή και έφυγε ένα ζευγάρι στη μέση της παράστασης. Τσακωνόντουσαν φριχτά, αλλά δεν άκουσα τι ακριβώς είπανε. Υποθέτω κάτι του στιλ, «πού με έφερες εδώ και τι το ’θελες», κάτι τέτοιο. Μπορεί και να χώρισαν. Οπότε να, προσφέρω κι εγώ κάτι καλό πού και πού. Έδωσα την ευκαιρία σε δύο ανθρώπους να χωρίσουν, πράγμα που προφανώς ήθελαν να κάνουν εδώ και καιρό.

Έζησα και μια άγρια εμπειρία, πολύ δυνατή όμως. Ανέβηκε μία γυναίκα πάνω στη σκηνή και μιλούσε επί δέκα λεπτά. Εγώ συνέχισα κανονικά στον ρυθμό του έργου και το άφησα όλο αυτό να εκτεθεί, χωρίς να το διακόψω. Αυτό δεν μου είχε ξανασυμβεί, αλλά επειδή είχα δει πρόσφατα στο σινεμά το «Τετράγωνο», είχα κάπως επηρεαστεί και πραγματικά μου συνέβη αυτό το οποίο πραγματεύεται όλη η ταινία. Τι κάνεις αν στο έργο τέχνης -το οποίο εσύ θέλεις να σπάσει το φράγμα σκηνής και πλατείας (ή τουλάχιστον αυτό θες να ελπίζεις ή να πρεσβεύεις)- τι κάνεις, λοιπόν, όταν αυτό συμβεί στα αλήθεια; Όταν η ζωή εισβάλλει μέσα στη σκηνή και μάλιστα με έναν τρόπο τρομαχτικό και επικίνδυνο και καθόλου αστείο; Ε, ήρθα λοιπόν αντιμέτωπη και με αυτήν την άγρια εμπειρία, την οποία εκ των υστέρων την εκλαμβάνω ως δώρο.

  • Τις επόμενες μέρες θα φύγεις για την Ελβετία. Τι ακριβώς θα κάνεις εκεί;

Στην Γενεύη, στο θεατρο Saint Gervais, με το οποίο είναι η τέταρτη φορά που συνεργάζομαι, θα γίνει ένα καινούργιο μου κείμενο/ έργο με τον τίτλο CRY, με τρεις Έλληνες ηθοποιούς από εκεί και μ’ εμένα επί σκηνής, για δύο παραστάσεις στις 9 και 10 Φεβρουαρίου. Το έργο έχει να κάνει με την οργή που κρύβεται πίσω από την ευγένεια και τον καθωσπρεπισμό, τη δυτικοποιημένη-τυποποιημένη συμπεριφορά, η οποία αρχίζει και ομογενοποιεί σιγά σιγά τα πράγματα. Στο όνομα αυτού του κώδικα καλής συμπεριφοράς, της αποδοχής των μειονοτήτων κ.λπ., αυτού τέλος πάντων του politically correct, πολλές φορές εξουδετερώνονται τα ανθρώπινά μας χαρακτηριστικά και φυσικά καταπιέζονται τα ένστικτά μας. Με λίγα λόγια, το έργο ασχολείται με τη δυτική μας ανελευθερία, η οποία στο όνομα μιας δήθεν ελευθερίας εκφράζεται με καλοσύνη και με ένα καταπιεσμένο χαμόγελο, που μας κάνει να αισθανόμαστε πιο προοδευτικοί από τον υπόλοιπο κόσμο, χωρίς επί της ουσίας να είμαστε.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ