Metamanias Θέατρο Το ημερολόγιο του φεστιβάλ

Η Απομίμηση ζωής και ο Ρατσισμός της Καθημερινότητας

Είναι η διαίσθηση του επαγγελματία θεατή; Είναι  το περιεχόμενο της προσδοκώμενης παράστασης που σου κάνει εξ αρχής το απαιτούμενο «κλικ»; Είναι μόνο η περιέργεια να δεις του δουλειά ενός καλλιτέχνη που δεν έχεις δει, ο οποίος ξεκίνησε από τον κινηματογράφο και άφησε διακριτά ίχνη; Ισως όλα μαζί. Δεν είχα δει την παράσταση του Κόρνελ Μούντρουτσο (ή Μουντρούτσο; γιατί το βλέπω και με τους δύο τονισμούς) το 2015,  σ’ ένα μη θεατρικό χώρο στην Κολοκοτρώνη 3-5, στο πλαίσιο του «Transitions 3 / Κεντρική Ευρώπη» της Στέγης.

Η παράσταση ξεκίνησε με μονοπλάνο μιας γυναίκας, μιας λαϊκής γυναίκας. Η οποία «συζητάει» με έναν υπάλληλο της εταιρείας των ακινήτων στα οποία διαμένει, μιας λαϊκής γυναίκας, που δεν άργησε να γνωστοποιήσει ότι είναι Ρομά. Που ξέρει να διεκδικεί, που έχει τη θρασύτητα των λαϊκών ανθρώπων, που αποκαλύπτει με τρόπο μοναδικό το κοντόφθαλμο, ανόητο και απαρέγγκλιτο της εκάστοτε γραφειοκρατίας… Και σιγά σιγά, από την επιθετικότητα και την καχυποψία, αυτή η γυναίκα ξεδιπλώνει σ’ αυτόν τον άγνωστο τη ζωή της. Σε βίντεο τη βλέπουμε όλοι εμείς, και αρκετοί νομίζουμε ότι βλέπουμε ντοκιμαντέρ! Η ζωή της δεν είναι καθόλου απλή, καθόλου εύκολη. Ρομά είναι, μέλος της μεγαλύτερης μειονότητας της Ουγγαρίας (σύμφωνα με τα πλήρη στοιχεία που παραθέτει η Ματίνα Καλτάκη στο κείμενό της στο monopoli.gr, 7% επί του συνολικού πληθυσμού). Περιπλανώμενη φυλή, περιπλανώμενη ζωή, που κατάφερε κάποια στιγμή να ριζώσει σε ένα συγκρότημα «αστικών» διαμερισμάτων. Η απόλυτη εκμετάλλευση, η απόλυτη κοροϊδία είναι διακριτές στην αφήγηση αυτής της λαϊκής αλλά πανέξυπνης γυναίκας, που λυγίζουν ακόμα και τον υπάλληλο που έχει πάει να της κάνει την έξωση. Ο οποίος περίπου την προστατεύει, βγαίνει για λίγο από τη δημοσιοϋπαλληλική νόρμα του, ώστε να μην γίνει για μια ακόμη φορά νομάς στη ζωή της αυτή η βασανισμένη γυναίκα.

Μια γυναίκα Ρομά, που δεν λέει Ρομά, λέει Τσιγγάνα, μ’ έναν άντρα Ρομά που μόλις έχει πεθάνει, μ’ έναν γιο που δεν αντέχει τον διαχωρισμό και τη διάκριση και αποφασίζει να φύγει και να διαφοροποιηθεί χρωματικά. Στην αρχή βάφει το πρόσωπό του με τέμπερα, εμποδίζεται από τη μητέρα του να μπει σε χλωρίνη στη μπανιέρα και τελικά εγκαταλείπει την οικογενειακή εστία, βάφει τα μαλλιά του ξανθά και εκδίδεται σε ξενοδοχείο της πόλης. Η οθόνη και η σκηνική παρουσία γίνεται παράλληλα. Συγκλονιστικά.

Και κάπου εκεί υπάρχει μια κατάρρευση, μια ανατροπή, ένας σεισμός, ένα αναποδογύρισμα, μια ζωή άνω κάτω, ένα σπιτικό που σε κανέναν δεν ανήκει, κι ας έχει μνήμες από τους τελευταίους ενοίκους του. Αυτό το τετράγωνο σκηνικό που περικλείει το ασφυκτικο διαμέρισμα της γριάς Ρομά,αρχίζει να γυρίζει, αργά, πολύ αργά. Ολα να καταρρέουν, όλα να ξεχύνονται, σαν να έχει περάσει μπουλντόζα… Μια ζωή που τίποτα δεν αφήνει, σε καμία συνέχεια… Μια ζωή στο δρόμο. Μια ζωή άπαξ…

Δεν έχω δει καλύτερη θεατρική αποτύπωση μιας τέτοιας κατάστασης. Δεν έχω δει καλύτερο σχολιασμό σύνθλιψης της ζωής, της μνήμης, των μικρών  αντικειμένων που όλοι δικαιούμαστε να κουβαλάμε και να διατηρούμε, αλλά όχι οι ανέστιοι, όχι οι μειονότητες, όχι όσοι διώκονται για φυλετικούς λόγους.

Στο δεύτερο μέρος, ο ευαίσθητος υπάλληλος εμφανίζεται ως ιδιοκτήτης, στυγνός ιδιοκτήτης του ίδιου διαμερίσματος, του κατακερματισμένου, του σπαραγμένου. Μια νέα γυναίκα το νοικιάζει, λέει ψέματα για τη ζωή της -ότι δεν έχει παιδί, ότι δεν καπνίζει, ότι δεν είναι παντρεμένη… Ολα ψέματα. Κι αυτή Ρομά, όπως αποδεικνύεται στην πορεία. Δυστυχισμένη, εξαρτημένη από έναν άντρα (ή προαγωγό;) βίαιο, μ’ ένα παιδί, στο οποίο δίνει απλόχερη τρυφερότητα πριν ενδώσει στα αιτήματα του σώματος και του συναισθήματος. Και όλα μπερδεύονται κάπου εκεί: το παιδί που είναι μόνο του σ’ ένα σπίτι αχούρι, ο γιος της γριάς που πέθανε και ψάχνει τη μάνα του σ’ αυτό που ήξερε για σπίτι του, μια απούσα μητέρα. Μέχρι που έρχεται το ντοκουμεντο, στο τέλος, στην οθόνη μας: όλο αυτό το εμπνεύστηκε ο Κόρνελ Μούντρουτσο το 2015 όταν ακροδεξιοί έκαναν διαδηλώσεις για τους Ρομά στη χώρα του, κι όταν ένας έφηβος μαχαίρωσε ένα παιδί, Ρομά επίσης…

Δεν έχει σημασία ο λόγος της έμπνευσης. Θα μπορούσε να είναι αυτός ή άλλος. Εχει σημασία ότι αυτός ο νεαρός Ούγγρος καλλιτέχνης αποτύπωσε με ευαισθησία και ευρηματικότητα τον ρατσισμό της καθημερινότητας, τις διακρίσεις, τις ζωές χωρίς προοπτική. «Απομίμηση ζωής». Ναι, γιατί όλοι αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν ότι ζουν σε άθλια διαμερίσματα, αλλά θεωρούν ότι έχουν φύγει από τη νομαδική ζωή. Ενας συναρπαστικά πολιτικός σχολιασμός μέσω του θεάτρου. Νομίζω ότι μετά τον Ίβο βαν Χόφε είναι η καλύτερη ξένη παράσταση μέχρι στιγμής στο Φεστιβάλ Αθηνών. Κι ας είχε δραματουργικούς πλατιασμούς. Δεν πειράζει. Ηταν μια ξεχωριστή πρόταση και άποψη. Θεατρική, κοινωνική, πολιτική.

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ