Θέατρο

Eναλλακτικοί χώροι απέναντι στα «σούπερ μάρκετ» του θεάματος

Εδώ και καιρό, καλλιτέχνες αφήνουν το κέντρο, περνούν τις γραμμές και, βαδίζοντας δυτικά, ψάχνουν στις παρυφές χώρους για να στεγάσουν τα καλλιτεχνικά τους όνειρα. Μέσα σε ένα μεταβιομηχανικό τοπίο, εκεί που δούλευαν αποθήκες και μηχανουργεία,

τώρα δημιουργούνται θεατρικοί χώροι, φτωχοί, φτιαγμένοι με συλλογική προσωπική δουλειά, «ανακυκλώνοντας» παλιά πεταμένα υλικά, χώροι που δίνουν την αίσθηση του “χειροποίητου”. Είναι ένα πείραμα αυτοδιαχείρισης, που διαμορφώνει ένα εναλλακτικό μοντέλο απέναντι στα μεγάλα “σουπερμάρκετ” του θεάματος… Η “Αυγή”, στην προσπάθειά της να χαρτογραφήσει το νέο τοπίο,επισκέφτηκε μερικούς από αυτούς τους χώρους και συνομίλησε με τους πρωταγωνιστές τους.

 

CARTEL: «Εδώ δεν μπορείς να κάνεις Τσέχωφ με σαλονάκια»

Ανάμεσα στις γραμμές του τρένου και το ποτάμι, που χωρίζει την πόλη από τις δυτικές συνοικίες, απλώνεται ο Ελαιώνας. Εκεί, δίπλα στον σταθμό του μετρό, τους δρόμους με τα παράξενα ονόματα, όπως η οδός Χαρτεργατών, την πολύβουη Αγίας Άννης με τα φορτηγά, υπάρχει το θέατρο Cartel στην οδό cartel orthiaΜικέλη 4. Μοιάζει με φρουρό των συνόρων, καθώς βρίσκεται στο δυτικότερο άκρο της πόλης με το παράδοξο η μια πλευρά της Αγίας Άννης να ανήκει στον Δήμο Αθηναίων και η άλλη στον Δήμο Αιγάλεω.

«Ένας πολύ βασικός λόγος γι’ αυτήν τη μετακίνηση ήταν ο οικονομικός, καθώς στο κέντρο ένας τέτοιος χώρος θα στοίχιζε δεκαπλάσια», εξηγεί ο ηθοποιός Παναγιώτης Σούλης, που μαζί με τον Βασίλη Μπισμπίκη και την Φαίη Τζήμα διαχειρίζονται το Cartel, που στεγάζεται σε μια παλιά αποθήκη.

«Όταν φτάσαμε εδώ μας άρεσε. Το βιομηχανικό τοπίο και το περιθώριο, μια ξεχασμένη περιοχή, ένα χιλιόμετρο από το Γκάζι, που θυμίζει Ελλάδα της δεκαετίας του ’60-70. Θέλαμε μαζί με τον Βασίλη να ανεβάσουμε το Στριπτίζ του Μρόζεκ. Ψάξαμε θέατρα και αίθουσες όπου οι ιδιοκτήτες ζητούσαν αστρονομικά ποσά. Έτσι σκεφτήκαμε να βρούμε μια παλιά αποθήκη για να προσαρμόσουμε την παράσταση. Βρεθήκαμε σε αυτό το γιαπί, ένα παλιό μηχανουργείο της δεκαετίας του ’70. Στη δυάδα προστέθηκε στη συνέχεια και η Φαίη Τζήμα. Βαφτίσαμε τον χώρο Cartel, που σημαίνει διακίνηση καλλιτεχνικών ιδεών και έχει μέσα τη λέξη art, τέχνη. Πρόκειται για έναν ενιαίο χώρο που τον χωρίζεις και τον διαμορφώνεις όπως θέλεις. Εδώ όλα τα κάνουμε μόνοι μας, από καθαριότητα μέχρι φώτα και ταμείο».

«Στην αρχή είχαμε λίγες διαμαρτυρίες από το κοινό που δυσκολευόταν να μας βρει, αλλά ο ενθουσιασμός ήταν μεγαλύτερος. Τώρα μας έμαθαν πια. Η πλατεία και οι κερκίδες είναι από παλέτες και ανακυκλώσιμα υλικά, τα σκηνικά από γειτονικές μάντρες και το παζάρι των ρακοσυλλεκτών. Στα σκουπίδια βρίσκεις πολλές φορές θησαυρούς. Αυτή είναι και η φιλοσοφία της ομάδας. Η επιλογή των έργων προσαρμόζεται και εμπνέεται από τον χώρο. Το ρεπερτόριο ξεκίνησε με έργα του περιθωρίου, όπως οι Εκτελεστές του Σκούρτη, το Στριπτίζ του Μρόζεκ, αμιγώς πολιτικά, που μιλούσαν για το σύστημα. Φέτος διαλέξαμε Τσέχωφ που πάλι θα προσαρμοσθεί. Εδώ δεν μπορείς να κάνεις Τσέχωφ με σαλονάκια. Ένας από τους στόχους του Cartel είναι να δώσει βήμα και σε νέες ομάδες και ανθρώπους να εκφραστούν. Δεν είναι μόνο για προσωπική μας φιλοδοξία».

 

ΤΕΧΝΟΧΩΡΟΣ ΦΑΜΠΡΙΚΑ:  «Ένας σουρεαλιστικός χαμός και μια τρέλα χειροποίητη»

 

famprika karekles

Μαδέρια που έχουν χρησιμοποιηθεί για χρόνια σε οικοδομές, γρανάζια από εγκαταλειμμένα βαπόρια, γερανοί παραμελημένοι από τη Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη, βελούδινες πολυθρόνες που έζησαν δοξαστικές στιγμές και με ένα χρωματιστό μπάλωμα αποκτούν τσαχπινιά και άλλη προσωπικότητα, βαλίτσες, βαρέλια που μετατράπηκαν σε αναπαυτικούς καναπέδες, αλλά και ένα ψυγείο πάγου από τη θεατρική παράσταση Λεωφορείο ο πόθος με πρωταγωνίστρια την Κατερίνα Χέλμη, χάρισμα από φίλο.

Ο Φάνης Κατέχος, ένας από τους ιδρυτές και τα… βασικά γρανάζια του Τεχνοχώρου Φάμπρικα, που λειτουργεί ως καφενείο από νωρίς το πρωί, αλλάfamprika gazolampa διαθέτει και θεατρική σκηνή, μιλά για την περιπέτεια δημιουργίας του χώρου που έχει γίνει στέκι.

«Όλα τα πράγματα στη ζωή τα φέρνει η ανάγκη. Μετά η ανάγκη γίνεται στάση, η στάση ιδεολογία και η ιδεολογία φιλοσοφία. Είμαστε όλοι παιδιά δυτικών προαστίων, χωρίς οικογένεια και συγγενείς που μπορούσαν να μας στηρίξουν για να κάνουμε το όνειρό μας πραγματικότητα. Απόφοιτοι της δραματικής σχολής της Αγίας Βαρβάρας, καταλάβαμε νωρίς ότι τα πράγματα είναι πολύ σκληρά στον κόσμο της τέχνης. Έτσι χαράξαμε τον δικό μας δρόμο. Η φιλοσοφία της σχολής ήταν να στηρίζει ανθρώπους που ήθελαν να κάνουν τέχνη αλλά δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα. Αυτή η φιλοσοφία πέρασε και σε εμάς. Έπρεπε να μπορούμε να είμαστε κοντά, συσπειρωμένοι, και να βοηθάει ο ένας τον άλλον. Ξεκινήσαμε τις πρώτες θεατρικές μας απόπειρες με Τα παιδιά του Κάιν, του Ανδρέα Θωμόπουλου. Μας στήριξαν από την αρχή όλοι οι φίλοι μας. Σε ό,τι έργα επιλέγαμε όλα τα φτιάχναμε εμείς. Από τα φώτα, τα σκηνικά, τα κοστούμια, τη σκηνοθεσία, την αφισοκόλληση. Με το λιγότερο κόστος και με πολλή προσωπική δουλειά. Το επόμενο εμπόδιο ήταν οι χώροι, δυσεύρετοι και πάρα πολύ ακριβοί. Οι εναλλακτικές σκηνές ήταν πιο ακριβές από τις mainstream. Kάποιοι, που έβλεπαν να ξεμυτίζουν καινούργιες ομάδες, νοίκιαζαν τέσσερα ντουβάρια με υπέρογκα ενοίκια, 150 έως 200 ευρώ τη βραδιά. Και γεμάτο να είναι κάθε βράδυ, μόνο το ενοίκιο μπορείς να βγάλεις, δεν έμενε τίποτα”.

“Έτσι δημιουργείται η ανάγκη να φτιάξουμε ένα θέατρο με τα χέρια μας. Ερχόμαστε στον Κεραμεικό, στη γωνία Μ. Αλεξάνδρου 125 και Ευρυμέδοντος, βρίσκουμε αυτήν την υπόγεια αποθήκη και ξεκινάμε τη δουλειά… Ψάχνουμε στα σκουπίδια για υλικά και βρίσκουμε μικρά αριστουργήματα. Όλα εδώ είναι χειροποίητα… ένας σουρεαλιστικός χαμός! Τα μάτια μας γυάλιζαν στους σκουπιδότοπους, αναζητώντας πράγματα που οραματιζόμασταν πώς θα αναδείξουμε και θα χρησιμοποιήσουμε. Έτσι δημιουργήθηκε πριν δυο χρόνια ο χώρος και συνέχεια δημιουργείται… Ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε και τον επάνω χώρο που λειτουργεί ως καφενείο, με εκθέσεις φωτογραφίας κ.ά. Εδώ χώρος και αισθητική συμβαδίζουν, το ανακυκλώσιμο και το χειροποίητο γίνονται στάση ζωής… Η ομάδα φροντίζει ακόμη και τις λεμονάδες του καφενείου που είναι σπιτικές, το νερό που σερβίρεται με μαστίχα και μέντα και τις βυσσινάδες που είναι της γιαγιάς…».

Βασικός πυρήνας του Τεχνοχώρου είναι οι Φάνης Κατέχος, Βάσια Τσότσου, Στέφανος Λώλος, Φένια Προβελέγγιου, Κώστας Εξαρχόπουλος κ.ά.

 

ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΟ  «Ανοιχτό πείραμα» σε 2.000 τ.μ.

Ένα βιομηχανικό κουφάρι, στα «βαθιά» του Βοτανικού, Ορφέως 174, ένα χωματόδρομο απ’ όπου διαρκώς περνάνε φορτωμένες νταλίκες, βρίσκεται το «Βυρσοδεψείο». Εκεί, σε αυτή τη «μεταβιομηχανική» περιοχή, αποφάσισε να στεγάσει το καλλιτεχνικό της όραμα η Έλλη Παπακωνσταντίνου, μαζί με την ομάδα ODC Ensemble.

«Η γειτονιά είναι γροθιά στο στομάχι», λέει η σκηνοθέτις, «οι άνθρωποι και το τοπίο επηρεάζουν καθημερινά την αισθητική μου. Με κάνουν να μην ξεχνάω ή να ξανασκέφτομαι για ποιους, με ποιους και για ποιον λόγο κάνω τέχνη».

virsodepsio

Τι σημαίνει όμως η επιλογή ενός χώρου εκτός «θεατρικής πιάτσας»; «Η εγκατάσταση σε μια τόσο υποβαθμισμένη περιοχή είναι ένα μέσο να διεκδικήσουμε την πόλη, να δούμε μια άγνωστη πλευρά της. Βρίσκομαι εκεί σημαίνει: επιτρέπω στην ίδια την πόλη να με αλλάξει και να αλληλεπιδράσει με την τέχνη μου». Από την άλλη, «αυτοί που θα μας δουν μας έχουν επιλέξει, δεν πέρασαν τυχαία από μπροστά», παρατηρεί.

«Υπάρχει πολύ ασχήμια γύρω μου αλλά μου αρέσει αυτό, με ενεργοποιεί. Είναι σίγουρα μια περιοχή που καθημερινά μπορεί κάτι ενδιαφέρον να σου τραβήξει το βλέμμα. Κι αυτό είναι πολύτιμο, γιατί ξυπνά τις κοιμισμένες αισθήσεις σου πριν βρεθείς στην πρόβα και αποκοπείς για ακόμα μια φορά από την πόλη και την πραγματική ζωή».

Το Βυρσοδεψείο είναι από μόνο του ένα φυσικό σκηνικό που επιβάλλεται, πρωταγωνιστεί. Ο χώρος δεν δίνει απλώς την αίσθηση του “χειροποίητου” αλλά «είναι αποκλειστικά φτιαγμένος με ανακυκλώσιμα υλικά που βρήκαμε επιτόπου, αναμεμειγμένα με πολλή φαντασία. Οι χώροι διαμορφώθηκαν με βάση τις παραστάσεις της ομάδας», λέει η σκηνοθέτις, που χαρακτηρίζει «Χώρους – Ιδέες» τους απροσδόκητους ουτοπικούς χώρους που καταφέρνει να δημιουργεί.

Όσο κι αν αυτή η έκταση 2.000 τ.μ. σφραγίζεται καλλιτεχνικά από τη δουλειά της Έλλης Παπακωνσταντίνου, είναι «παιδί πολλών ανθρώπων»: «Δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή πολλών, καλλιτεχνών και πολιτών, που άφησαν το αποτύπωμά τους στον χώρο και στον τρόπο λειτουργίας του. Μιλάω για όλους όσοι συμμετείχαν, πάνω και κάτω απ’ τη σκηνή, στην πρώτη παράσταση της ομάδας ODC εκεί, το ΜΕΤΑ. Περίπου 60 άνθρωποι καθάρισαν, καλωδίωσαν, βοήθησαν με κάθε δυνατό τρόπο και πίστεψαν σε αυτό το εγχείρημα».

Για την ίδια «πάνω απ’ όλα είναι ένα τεράστιο σχολείο. Εκεί έμαθα λογιστικά, παραγωγή, φώτα, κονσόλες, τεχνικά, σκηνογραφία, δραματουργία, ό,τι έχει να κάνει με το θέατρο. Και κατάλαβα πόσο άρρηκτα συνδεδεμένα είναι όλα μεταξύ τους». Γι’ αυτό άλλωστε χαρακτηρίζει το Βυρσοδεψείο «ένα ανοικτό πείραμα που απαντά στο ερώτημα: πώς μπορεί να παραχθεί τέχνη σε ‘δύσκολες’ εποχές;»

Η Έλλη Παπακωνσταντίνου τονίζει, παρόλα αυτά, πως δεν θα ήθελε η καλλιτεχνική δραστηριότητά της να περιοριστεί εκεί. Άλλωστε, τώρα σκηνοθετεί το έργο της Ελένης Πέγκα Η γυναίκα και ο λύκος, που θα κάνει πρεμιέρα στα «Δημήτρια» στις 20/10 και θα παρουσιαστεί για δέκα παραστάσεις από 15/11 στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά πριν ενταχθεί στον προγραμματισμό του Βυρσοδεψείου.

 

ΜΠΑΓΚΛΑΝΤΕΣ:  Underground αυτοδιαχείριση, ανοιχτή σε όλους

Οι τηλεφωνικές οδηγίες για τον καινούργιο χώρο με το όνομα «Μπαγκλαντές» ήταν σαφείς: «Θα το βρεις δίπλα στο Μακάο»! Πράγματι, δίπλα στο Internet Café με αυτό το όνομα, στον αριθμό 35 της Χαλκοκονδύλη, μια στενή πόρτα και μερικά σκαλιά οδηγούν σε ένα ευρύχωρο φρεσκοβαμμένο υπόγειο. Στους τοίχους πολύχρωμες αφίσες που είχαν αναρτήσει οι προηγούμενοι ένοικοι, μετανάστες από το Μπαγκλαντές, στους οποίους οφείλει και το όνομά του. Σε έναν σπάγκο από τη μια άκρη στην άλλη κρέμονται περίτεχνες χαρτοκοπτικές, κι αυτές απομεινάρια των προηγούμενων, που εκεί είχαν τον πολιτιστικό τους σύλλογο, έπαιζαν μουσική και τραγουδούσαν…

Μπαγκλαντες1

Σε μια γωνιά που ζεσταίνουν κιλίμια κρεμασμένα στον τοίχο, ακριβώς απέναντι από την υποτυπώδη σκηνή, «δώρο» κι αυτή των προηγουμένων, συναντάμε τους νέους «ενοίκους»: την Βάσω Καμαράτου, τον Κώστα Κουτσολέλο και τον Βασίλη Νούλα. Σκηνοθέτες και ηθοποιοί, έχοντας πίσω τους την εμπειρία της επανενεργοποίησης του θεάτρου «Εμπρός», αλλά και έντονο καλλιτεχνικό ακτιβισμό, αποφάσισαν να προχωρήσουν σε ένα εγχείρημα αυτοδιαχείρισης, σε ένα χώρο ανοιχτό στον πειραματισμό και την καλλιτεχνική ελευθερία.

Μια νησίδα σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες γειτονιές του κέντρου; «Η περιοχή μάς τράβηξε ιδιαίτερα», λέει ο Κώστας, ενώ η Βάσω συμπληρώνει: «Δεν είναι τυπικός θεατρικός χώρος, δεν έχει εξοπλισμό. Όποιος έρχεται θα δουλεύει με ό,τι υπάρχει εδώ. Άλλωστε, ο χώρος είναι τελείως χειροποίητος. Να, αυτόν τον μπουφέ τον βρήκαμε στον δρόμο και τον φέραμε. Το Μπαγκλαντές είναι χρώμα, έχει δικούς του κανόνες». «Η διαφορετικότητά του είναι ότι το διαχειρίζονται καλλιτέχνες, και μάλιστα όχι ένας αλλά τρεις», συμπληρώνει ο Κώστας.

Αυτό σημαίνει ότι το Μπαγκλαντές απευθύνεται και σε άλλους δημιουργούς; «Αυτονόητο ότι ο χώρος είναι ανοιχτός σε άλλους», λένε. «Εδώ μπορούν να έχουν την ασφάλεια να δοκιμάζουν, χωρίς κανένα κόστος, για δυο-τρεις παραστάσεις, πράγματα που στα πιο ‘κανονικά’ θέατρα δεν μπορούν».

«Το πραγματικά πειραματικό θέατρο αυτή τη στιγμή τείνει προς αφανισμό», παρεμβαίνει ο Κώστας, «γιατί όσα έκανε πριν δέκα χρόνια, πιο ωμά, πιο περίεργα για τον θεατή, αυτή τη στιγμή έχουν ενσωματωθεί μια χαρά σε πολύ πιο άρτιες και εύπεπτες παραστάσεις. Αυτό μου δημιουργεί πολύ μεγάλη αμηχανία. Αναρωτιέμαι: Τι σκατά να κάνω τώρα; Γι’ αυτό κατεβαίνω στο υπόγειο!»

Από τη μεριά του, ο Βασίλης Νούλας οραματίζεται ένα είδος «νομαδισμού στις γειτονιές της πόλης»: «Πιστεύω στο εφήμερο», λέει, «Να μείνεις ένα χρόνο εδώ και μετά να πας στην άλλη άκρη της πόλης, να ενεργοποιήσεις μια άλλη γωνιά. Είναι αναζωογονητικό».

Μια δική του παράσταση, άλλωστε, οι Ωδές στον πρίγκιπα, βασισμένες σε ποίηση Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου, που παρουσιάζει με την ομάδα Nova Melancholia θα εγκαινιάσει την Κυριακή 19/10 το Μπαγκλαντές. «Μια πολύ πειραματική παράσταση…» λέει, για να συμπληρώσει αμέσως γελώντας ο Κώστας: «…σύγχρονη όσο ποτέ! Όλοι οι κλασικοί τελικά για το μνημόνιο έγραφαν! Δεν το είχα καταλάβει τόσον καιρό…».

ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ Ρεπορτάζ: Μάνια Ζούση – Σπύρος Κακουριώτης