Metamanias Θέατρο

“Ένα φεγγάρι..” που έμεινε μισό

Είχα να δω το έργο όσα χρόνια έχει να ξανανέβει σε ελληνική σκηνή, περίπου 19 χρόνια δηλαδή, από τότε που το είχε παρουσιάσει στο Απλό Θέατρο ο Αντώνης Αντύπας. Πρόκειται για το τελευταίο έργο που έγραψε ο Ευγένιος Ο’ Νηλ «Ένα φεγγάρι για τους καταραμένους», που έγραψε το 1943.

Αυτή τη φορά το έργο αυτού του προικισμένου όσο και πονεμένου συγγραφέα παρουσιάζεται στο θέατρο «Πορεία» σε σκηνοθεσία Μαριλίτας Λαμπροπούλου και σε νέα μετάφραση που υπογράφουν οι Θοδωρής Τσαπακίδης και Ισμήνη Φραγκιουδάκη.

Μεσοπόλεμος, αμερικανική επαρχία, ένα αγροτόσπιτο που οι ένοικοί του, ο Φιλ Χόγκαν (Γιάννης Νταλιάνης), η κόρη του η Τζόσι (Ιωάννα Παππά), ο τελευταίος γιος που παραμένει ακόμη δίπλα στον βίαιο και δύστροπο Φιλ, ο Μάικ (Ντίνος Γκελαμέρης) και ένας οικογενειακός φίλος και ιδιοκτήτης του αγροκτήματος που κατοικούν οι Χόγκαν, ο Τζιμ Τάιρον (Γιώργος Τριανταφυλλίδης). Ο Φιλ πίνει, βρίζει, ξεσπάει. Η μόνη που τον χειρίζεται είναι η κόρη του, η Τζόσι που δείχνει ατίθαση, απελευθερωμένη, προκλητική, μιλάει σαν άντρας, βρίζει σαν άντρας, δουλεύει σαν άντρας. Και κατανοεί τις καταστάσεις σαν γυναίκα. Μια γυναίκα-αγρίμι, που υπογείως είναι το μόνο παιδί που θαυμάζει και παραδέχεται ο αγροίκος Φιλ. Το χρήμα έχει σημασία σ’ αυτή τη μονότονη επαρχία, που διέξοδο δεν έχει παρά μόνο ένα μικρό καφενείο όπου μεθούν οι άντρες της περιοχής και το φεγγάρι που φωτίζει τις απέραντες εκτάσεις.

Πρόκειται για ένα ακόμα αυτοβιογραφικό έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ, που είναι η συνέχεια του «Ταξίδι μακριάς μέρας μέσα στη νύχτα». Ο Τζιμ Τάιρον είναι η περσόνα του αδελφού του, μόνο που αυτή τη φορά τον παρουσιάζει διαφορετικά, πιο γήινο, πιο συναισθηματικό, παρότι και πάλι εξαρτημένο από το ποτό και βασανισμένο από τα φαντάσματά του. Η χρονική στιγμή στο «Φεγγάρι» είναι το 1923, χρονιά που πέθανε πράγματι ο αδελφός του Ο’ Νηλ, χτυπημένος από εγκεφαλικό, σχεδόν τυφλός και παράφρων εξαιτίας του αλκοολισμού του.

Ένα ακόμα κείμενο για τις οικογενειακές σχέσεις, για τα κρυμμένα πάθη και τα μυστικά, για τις προσωπικές εμπλοκές, για τις ηθικές αναστολές που παρουσιάζονται σαν κυνισμός και αγριάδα, για την τρυφερότητα που μόνο στο φως του φεγγαριού αποκαλύπτεται, κάποτε, τις πολύ πρωινές ώρες, για τους μπλοκαρισμένους ανθρώπους, για όσους δεν ξέρουν να εκφράσουν αυτό που νιώθουν, για όσους παριστάνουν ότι είναι άλλοι. Γιατί η Τζόσι, που κορδώνεται ότι ζει ελεύθερα τον έρωτα, δεν έχει αφήσει κανέναν να την αγγίξει. Γιατί ο Τζιμ Τάιρον, που είναι εύπορος και θέλει να κάνει καριέρα στο θέατρο, και έχει χορτάσει από εφήμερους έρωτες με διάφορες ενζενί, είναι κρυφά και βαθιά ερωτευμένος με την Τζόσι, η οποία είναι ο μόνος άνθρωπος που τον βοηθάει να διώξει τα φαντάσματα που τον κυνηγούν και μπροστά της δεν είναι ο γυναικοκατακτητής, αλλά ο δειλός έφηβος.

Έχουν περάσει 75 χρόνια από τότε που γράφτηκε το έργο, και είναι ακόμα ισχυρό, αφού ακόμα -πάντα- υπάρχουν ένα σωρό άνθρωποι γύρω μας μπλοκαρισμένοι, στραμπουληγμένοι, που δεν έχουν βρει με ποιον τρόπο να εκφράσουν την ψυχή τους, τις επιθυμίες και τους πόθους τους. Μπορεί να αλλάζει το εξωτερικό περιβάλλον, αλλά οι διαθέσεις και οι συμπεριφορές συνεχίζουν να υπάρχουν.

Η Μαριλίτα Λαμπροπούλου έστησε στη σκηνή του θεάτρου Πορεία μια απολύτως ρεαλιστική παράσταση, με σκηνικά (Νίκη Ψυχογιού) που συνομιλούσαν απ’ ευθείας με τον τόπο και το χρόνο του έργου. Κι ίσως εδώ να βρίσκεται το πρώτο λάθος, που δεν έδωσε στο κείμενο τη διαχρονία του, τη διάρκειά του. Στο πρώτο μέρος η παράσταση είχε ρυθμό, είχε χιούμορ και σπιρτάδα, ανέδειξε τους χαρακτήρες, του Μάικ και της Τζόσι κυρίως, και ασφαλώς τους ανέδειξαν οι δύο σπουδαίοι ηθοποιοί, ο Γιάννης Νταλιάνης και η Ιωάννα Παππά, που έπαιξαν θαυμάσια και λειτούργησαν με χημεία σε όλες τις σκηνές. Στο δεύτερο μέρος, οπότε πατέρας και κόρη αποφασίζουν να στήσουν μια παγίδα στον Τζιμ Τάιρον για μην πουλήσει σε άλλους το κτήμα όπου ζουν και του ανήκει, δρουν με κίνητρο το όφελος και με μέσον τις μικροαπατεωνιές. Η Τζόσι δίνει ραντεβού στον Τζιμ Τάιρον, ο πατέρας λείπει επίτηδες από το σπίτι, και όταν αυτοί οι δύο άνθρωποι μένουν μόνοι, κάτω από το φεγγάρι για τις καταραμένες ψυχές, όλα ανατρέπονται. Ή θα έπρεπε να ανατρέπονται περισσότερο. Γιατί ο ρυθμός της παράστασης στο δεύτερο μέρος ήταν πολύ διαφορετικός, πολύ αργός, μακρόσυρτος (ασφαλώς θέλει «σφίξιμο»), αλλά κυρίως γιατί δεν έδινε φανερά και κατανοητά όσα ο Ο’ Νηλ έλεγε στο έργο του. Ένας νέος ηθοποιός, που σε τίποτα, ως physik, δεν παρέπεμπε σε έναν τσακισμένο, αμφίθυμο, αλκοολικό άνθρωπο, παρότι προσπάθησε πάρα πολύ ο Γιώργος Τριανταφυλλίδης. Έμοιαζε κάτι να μένει μισό σ’ αυτό το δεύτερο μέρος, και παρά τις γενναίες προσπάθειες της Ιωάννας Παππά να πιάσει το νήμα του Ο’ Νηλ, κάτι έμενε ανολοκλήρωτο. Και η αλήθεια είναι ότι το έργο, σ’ αυτό το δεύτερο μέρος έγινε περισσότερο μελό, παρά ψυχαναλυτικό.

Κράτησα την επιλογή του κειμένου, κράτησα το ίδιο το έργο που με χαρά ξαναθυμήθηκα, κράτησα τις ερμηνείες του Γιάννη Νταλιάνη και της Ιωάννας Παππά και τις ζωντανές μουσικές που έφταναν από το υπερυψωμένο καφέ του θεάτρου (πολύ ωραία νότα) και υπογράφουν οι Κώστας Γάκης και Κώστας Λώλος, αλλά θα ήθελα μ’ έναν άλλο τρόπο να μπω περισσότερο στο σύμπαν και στην ψυχή του Ευγένιου Ο’ Νηλ

ΟΛΓΑ ΣΕΛΛΑ