Εικαστικά Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

«Ευτυχώς ακόμα κοιμάμαι», αν και «Το μυαλό δεν αφήνει το σώμα να ξεκουραστεί»

Ως μέλη του προσωπικού ενός παράξενου ξενοδοχείου, ενός νυχτερινού θέρετρου αφιερωμένου στους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν προβλήματα αϋπνίας και διαταραχές ύπνου, η ομάδα blindspot theatre group

οι ηθοποιοί Δημήτρης Ξανθόπουλος, Γιώτα Αργυροπούλου και Χαρά Κότσαλη, γράφουν στο artplay.gr το προσωπικό τους βίωμα σε σχέση με το HOTEL(9 Δεκεμβρίου στην ΑΣΚΤ) όπου οι επισκέπτες ακολουθώντας ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα θεραπείας, καλούνται να ξαναζήσουν στιγμές από το παρελθόν τους, δίνοντας ζωή στις αναμνήσεις τους και στα πρόσωπα που τις συνθέτουν, αλλά και αναπαριστώντας διάφορες φαντασιώσεις και κρυφές τους επιθυμίες.

Για «το μυαλό που δεν αφήνει το σώμα να ξεκουραστεί», γράφει ο Δημήτρης Ξανθόπουλος, την φανταστική συνάντηση με την μητέρα της ανακαλεί στη μνήμη της η Γιώτα Αργυροπούλου όταν σημειώνει πως «την θυμάμαι που καθόταν στην κουζίνα και έγραφε συνέχεια, μία κατσαρόλα παραδίπλα πάντα να κοχλάζει και εκείνη να μην σταματάει με τίποτα να γράφει».
«Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω, τι είναι αυτό που σε κρατάει ξύπνιο και τι είναι αυτό που σε κοιμίζει. Ευτυχώς, ακόμα διατηρώ το μίσος για τα ξυπνητήρια και τις εργάσιμες νύχτες που δε μ΄ αφήνουν να βουλιάξω στο κρεβάτι μου. Ευτυχώς ακόμα κοιμάμαι», γράφει η Χαρά Κότσιαλη.

Άντρας (Δημήτρης Ξανθόπουλος)
“Στην αρχή αυτό που συμβαίνει είναι πως ξυπνάς κάποια στιγμή μέσα στο βράδυ. Είτε από μια σκέψη είτε απλά για να πας τουαλέτα και το διάστημα μέχρι να ξαναέρθει ο ύπνος μεγαλώνει κάθε φορά. Κι αν αυτό συμβεί δυο βράδια συνέχεια σίγουρα θα έρθει και το τρίτο. Ξεκινάει αυτή η δίνη που σε τραβάει όλο και περισσότερο. Ακολουθεί αυτός ο φόβος πριν αποκοιμηθείς, «θα ξαναγίνει απόψε, πάλι θα χάσω τον ύπνο μου…».
Ανακαλύπτεις όλα όσα μπορείς να κάνεις ένα βράδυ στο σπίτι σου, βλέπεις όλα τα σήριαλ που παίζονται σε επανάληψη, μαθαίνεις όλα τα άθλια προϊόντα του τηλεμάρκετινγκ, καις τα μάτια σου στον υπολογιστή με την ελπίδα κάποια στιγμή απλά να κλείσουν. Κι όταν πια τα μάτια σου είναι τόσο βαριά, αυτό που δεν σταματάει, που δεν ησυχάζει, είναι το μυαλό. Το μυαλό που δεν αφήνει το σώμα να ξεκουραστεί. Από ένα σημείο κι έπειτα ούτε που προσπαθείς. Ξέρεις μόνο πως σε λίγες ώρες θα ξημερώσει. Και περιμένεις. Για αυτήν την ατελείωτη μέρα, τους άπειρους καφέδες, την προσπάθεια να ανταποκριθείς. Μέχρι το επόμενο βράδυ”.
Γυναίκα Α (Γιώτα Αργυροπούλου)
“Θα σας περιγράψω τη δική μου πρώτη επίσκεψη στο HOTEL. Μπορώ να πω ότι δεν κράτησε περισσότερο από 15 λεπτά, δεν κατάφερα να μείνω περισσότερο. Είχα πάει ως επισκέπτρια πριν περίπου 7 χρόνια για να αντιμετωπίσω τη δική μου αϋπνία. Αφού μου διάβασαν τους κανονισμούς και μου ζήτησαν να υπογράψω ένα συμφωνητικό στη ρεσεψιόν, στη συνέχεια κάποιος από το προσωπικό του HOTEL με οδήγησε σε ένα από τα γυάλινα δωμάτια. Όλα ήταν εντελώς σκοτεινά, κοιτούσα προσεκτικά γύρω μου μήπως σκοντάψω πάνω σε κάτι που δεν θα έβλεπα. Ήξερα τι πρόκειται να ακολουθήσει και έτσι ήμουν έτοιμη να βάλω τα γέλια, πίστευα ότι θα ήταν εντελώς αστείο να βλέπω μπροστά μου έναν άγνωστο να υποδύεται έναν δικό μου άνθρωπο. Ηρεμώ λίγο γιατί σκέφτομαι ότι θα είναι απλά μια αστεία εμπειρία και ότι σύντομα θα είμαι σπίτι και θα τη διηγούμαι σε κάποιον φίλο μου. Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι ακούω ξαφνικά έναν γνώριμο ήχο και ανοίγουν τα φώτα. Ο φωτισμός είναι έντονος και μου τυφλώνει τα μάτια. Στο διπλανό δωμάτιο διακρίνω μία νεαρή γυναίκα περίπου στα 28, ξανθιά με πιασμένα μαλλιά να κάθεται στο τραπέζι της κουζίνας. Γράφει εντελώς αφοσιωμένη σε ένα τετράδιο με μολύβι, στο τασάκι το τσιγάρο της καπνίζει, εκείνη γράφει και επαναλαμβάνει με το στόμα της αυτά που γράφει. Μου φαίνεται μικρή, η μητέρα μου είναι πολύ μικρή. Την θυμάμαι που καθόταν στην κουζίνα και έγραφε συνέχεια, μία κατσαρόλα παραδίπλα πάντα να κοχλάζει και εκείνη να μην σταματάει με τίποτα να γράφει. Ήμουν πάντα εκεί γύρω, να παίζω στο πάτωμα με τα παιχνίδια μου. Ήμασταν πάντα οι δυο μας, για ώρες σε αυτή την κουζίνα. Και εγώ καθόμουν και την χάζευα ανάμεσα στα παιχνίδια μου. Άραγε θα τα καταφέρει αυτή την φορά, θα καταφέρει να βρει τη λύση;
Νιώθω ξαφνικά τα φώτα πάνω μου, καταλαβαίνω ότι όλο αυτό είναι ένα ψέμα. Δεν θέλω να πάρω όμως τα μάτια μου από πάνω της, θέλω να τη βλέπω έστω και έτσι. Ξαφνικά όμως νιώθω έξαλλη. ‘Τι είναι αυτά;’ φωνάζω. Βγαίνω έξω από το δωμάτιο, χτυπάω πίσω μου την πόρτα. Τρέχω προς τη ρεσεψιόν, μα τι είναι αυτά, παίζετε με το μυαλό μας εδώ μέσα; Τα μάτια μου τρέχουν, τόσα χρόνια πέρασαν που έχω να την δω, τόσα χρόνια που την έχασα, αλλά στο μυαλό μου την έχω πάντα έτσι, πάντα νέα να παλεύει με τα δικά της. Μέχρι να φτάσω στη ρεσεψιόν, είμαι εντελώς μπερδεμένη. Στέκομαι για λίγο να πάρω μια ανάσα. Ο νεαρός που δουλεύει στη ρεσεψιόν με καθίζει σε μία πολυθρόνα, μου φέρνει ένα ποτήρι νερό. Μην ανησυχείτε μου λέει, συμβαίνει συχνά αυτό στους επισκέπτες μας την πρώτη φορά”.
Γυναίκα Β (Χαρά Κότσαλη)
“Εκείνο το βράδυ είχα βάρδια με την Αφροδίτη (τη Γυναίκα Α). Ο κ. Ashford ήταν τακτικός πελάτης και η Αφροδίτη έδειχνε να γνωρίζει καλά την περίπτωσή του. Ο πελάτης ήταν 65 χρονών, αρκετά εύρωστος οικονομικά και με ένα είδος αστικής ευγένειας που σε ανακούφιζε. Το πρόσωπο του ήταν χαραγμένο από την κούραση, το άκουγες να ζητάει λύπηση. Τα μάτια του έμοιαζαν με ένα ζωντανό κοντέρ που δεν έχει βγει καθόλου εκτός λειτουργίας, δεν έχει σβήσει ποτέ. Έμεινε μαζί μας ολόκληρο το βράδυ. Το πρόγραμμα που του είχαμε ετοιμάσει περιλάμβανε τη στιγμή που ανακοινώνει στις κόρες του ότι θα παντρευτεί την επί χρόνια σύντροφό του, τη μοναδική μετά το θάνατο της μητέρας τους, ένα περιστατικό από τη δουλειά του που χρειάστηκε να απολύσει 7 εργαζόμενους, την πρώτη φορά που βρήκε τη μεγάλη κόρη του να κάνει σεξ μες στο σπίτι και διάφορα άλλα. Σε αυτό με την ανακοίνωση του γάμου του πραγματικά τα σκάτωσα. Υποδυόμουν τη μικρή κόρη. Βάσει των ημερολογίων του, θα έπρεπε να έχω μείνει σιωπηλή, ενώ η μεγάλη μου αδερφή, την οποία έκανε η Αφροδίτη, θα τον έβριζε με βαριές κατηγορίες προδοσίας της εκλιπούσας μητέρα μας. Τον είδα να κλαίει και δεν άντεξα. Ένιωθα ότι τα μάτια του ήταν πολύ κουρασμένα, για να αντέξουν όλη αυτή την έκκριση δακρύων. Είπα αυτοβούλως δύο κουβέντες συμπαράστασης παραπάνω. Ήταν λάθος μου, θα μπορούσα να έχω τινάξει όλη τη θεραπεία στον αέρα. Η Αφροδίτη τα μάζεψε τεχνηέντως. Είχε ευτυχώς μια κατανόηση για την απειρία μου. Ο κ. Ashford έφυγε λίγο πριν χαράξει, σα δαρμένο σκυλί. Κάτι όμως πάνω του έδειχνε ανακουφισμένο. Προσπαθώ ακόμα να καταλάβω, τι είναι αυτό που σε κρατάει ξύπνιο και τι είναι αυτό που σε κοιμίζει. Και λέω στον εαυτό μου, ευτυχώς θεέ μου, εγώ ακόμα διατηρώ αυτό το μίσος για τα ξυπνητήρια και τις εργάσιμες νύχτες που δε μ΄ αφήνουν να βουλιάξω στο κρεβάτι μου. Ευτυχώς ακόμα κοιμάμαι”.