Θέατρο Οι δημιουργοί γράφουν

Αφροδίτη Μητσοπούλου: “Γυναίκες που η ζωή τις προσπερνά”

“Αρχικά αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον είναι η περίπτωση των γυναικών που είναι εσώκλειστες και φροντίζουν ηλικιωμένους και παιδιά, έχουν έρθει από άλλες χώρες, έχουν αφήσει τις οικογένειες τους και μένουν με άλλες οικογένειες , δηλαδή ζουν μια ζωή που δεν είναι δική τους. Η ζωή τις προσπερνά. Περνάνε τις μέρες τους δουλεύοντας, μεγαλώνοντας παιδιά που δεν είναι δικά τους και όταν γυρίσουν πίσω δε θα βρουν τίποτα. Τα παιδιά τους θα ‘χουν μεγαλώσει με αξιοπρέπεια, με φαγητό, με δασκάλους, αλλά οι ίδιες;”. Αυτές είναι οι πρώτες σκέψεις που μοιράζεται η σκηνοθέτις της παράστασης “Πηνελόπες”, Αφροδίτη Μητσοπούλου, με αφορμή την επιστροφή της κάθε Παρασκευή και Σάββατο στο Κέντρο Ελέγχου Τηλεοράσεων. Και θυμάται ορισμένες από τις συναντήσεις της με γυναίκες από άλλους τόπους που η ανάγκη και η σκληρή πραγματικότητα τις έκανε να βρεθούν στην χώρα μας. Και λέει τις ιστορίες τους:

«Εσύ αδειάζεσαι για παιδιά, για οικογένεια αλλά όταν πας πίσω, έκανες δουλειά σου, βλέπεις οτι έχασες πολλά, πολλά έχασες ντάξει; Τους έφτιαξες ό,τι ήθελαν αλλά εσύ;…έχουν κρυώσει.» Έτσι αποφάσισα να πάρω συνεντεύξεις από Γεωργιανές. Συναντήθηκα μαζί τους στη Βικτώρια όπου πηγαίνουν τις Κυριακές, τη μοναδική μέρα που έχουν ρεπό.

Θέλησα κατόπιν να επεκτείνω τη μελέτη σε μια δεύτερη ομάδα γυναικών. Πρόκειται για τις Σύριες. Αυτές είναι παγιδευμένες στο πουθενά, βρίσκονται σε ένα μη-τόπο. Εγκλωβισμένες σε ένα παράλληλο κόσμο, απλώς μεταφέρονται από χώρα σε χώρα, αλλά βρίσκονται πάντα στο ίδιο σημείο. Άνθρωποι που δε χωράνε πουθενά. Όσο πιο καταρτισμένος είσαι, όσο πιο πλούσιος , όσο νεότερος , όσο λιγότερο μουσουλμάνος , όσο λιγότερο σκουρόχρωμος , όσο λιγότερο γυναίκα, όσο λιγότερο αντιδραστικός, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να χωρέσεις. Σε μια χώρα, σε μια δουλειά, σε μια ευκαιρία για μια καλύτερη ζωή. Και αν ο πόλεμος τελειώσει και γυρίσουν πίσω θα βρουν μόνο ερείπια.

Μίλησα μαζί τους στην κατάληψη της Νοταρά, στο 5ο Λύκειο, στο City Plaza, σε ένα διαμέρισμα στα Εξάρχεια, σε ένα ξενοδοχείο στη Νέα Μάκρη.

Αυτές είναι κάποιες από τις ιστορίες τους.

Η Φάτμα από τη Συρία είναι παγιδευμένη στην Ελλάδα εδώ και 2 χρόνια. Στην ερώτησή μου «πόσα παιδιά έχεις» μου απάντησε «εδώ ή στον κόσμο?» Έχει 10 παιδιά. 7 δικά της και 3 του άντρα της από τον πρώτο του γάμο. Βρίσκεται στην Αθήνα με 5 από αυτά. Τα υπόλοιπα είναι διασκορπισμένα στην Ευρώπη. Εδώ και ένα χρόνο ο άντρας της, που βρίσκεται στην Αυστρία με 3 από τα παιδιά, έχει πάρει άσυλο. Έχει κάνει επανειλημμένα προσπάθειες να πάει σε αυτόν αλλά η Αυστρία δεν τη δέχεται. Η μόνη λύση για αυτήν, όπως λέει, είναι να επιστρέψει στην Τουρκία.

Η Ναχίντα και ο Μπασάρ είναι δικηγόροι και έχουν 3 μικρά παιδιά. Αφού ήρθαν εδώ και έμειναν αρκετούς μήνες, κατάφεραν μέσω της νόμιμης οδού να γίνουν δεκτοί στην Πορτογαλία. Πήγαν εκεί και ήλπιζαν ότι θα ξεκινήσουν επιτέλους τη νέα τους ζωή. Περίμεναν πότε θα πάνε τα παιδιά τους στο σχολείο, ξεκίνησαν να μαθαίνουν τη γλώσσα, πίστευαν ότι μπορεί για αρχή να τους δώσουν ένα μικρό διαμέρισμα, να βρουν μια δουλειά… Χάσαμε τα ίχνη τους για κάποιο διάστημα. Όταν ξαναμιλήσαμε μας είπαν ότι η Πορτογαλία δεν τους δέχεται τελικά και ότι βρίσκονται σε ένα στρατόπεδο στη Γερμανία.

Για το πέρασμα απ’ τη θάλασσα μας εξήγησαν ότι δεν ξέρουν κολύμπι, αν βρεθούν έξω απ’ τη βάρκα πεθαίνουν. Αλλά εύχονται να πεθάνει όλη η οικογένεια. Γιατί αν πεθάνουν οι γονείς και ζήσουν τα παιδιά, αυτό που θα αντιμετωπίσουν θα είναι μάλλον χειρότερο απ’ το θάνατο. Όταν βλέπουν στην τηλεόραση βομβαρδισμό στη Συρία και ακούνε ότι όλη η οικογένεια βρέθηκε νεκρή, λένε πάλι καλά, αφού πέθαναν όλοι πάλι καλά.

Η Σοφία από τη Γεωργία λέει: «Αγάπη τώρα δεν υπάρχει, για μένα. Εδώ φτιάχνεις κάτι αλλά δεν είναι αγάπη. Άντρα μου μπορεί μια φορά μίλησε ένα μήνα. Γιατί; Γιατί ζητάει λεφτά. Παιδιά, λεφτά. Εγώ είμαι τώρα πορτοφόλι.»

Η Μάγκυ μιλάει για το γάμο του αδερφού της «Και έτσι καθίσαμε όταν παντρεύτηκε ο αδερφός μου, είχαμε βάλει στον τοίχο έτσι skype και γάμος εκεί και εμείς εδώ τραπέζι και όσο κράτησε εκεί μέχρι πρωί.»

Η Λία μεγαλώνει 3 παιδιά. Από τότε που γεννήθηκαν. Είναι μαζί τους όλη μέρα. Οι γονείς επιστρέφουν αργά στο σπίτι. Τα βλέπει πιο πολύ από όσο τα βλέπει η μητέρα τους. Είναι 32 χρονών. Βλέπει το φίλο της καμιά φορά το πρωί, την παίρνει με το αυτοκίνητο για να την πάει στη δουλειά. Στην ερώτησή μου αν θέλει να κάνει παιδιά μου απάντησε: «πώς δε θέλω αλλά πώς? Δεν προλαβαίνω, δεν μπορώ να αφήσω τη δουλειά.»

Η Λέλα έχει ένα γιο 10 χρονών στη Γεωργία. Έχει να τον δει 7 χρόνια. «Αλλά κάνουμε και μάθημα από skype. Κάνει πώς να πω δικό του καθημερινά στο σχολείο και μετά εγώ από skype το βράδυ που πάω σπίτι και μαθαίνω τί έμαθε πως έμαθε τί έγραψε τί δεν έγραψε. Είναι και αγόρι και θέλω να μάθει, ντάξει?»

Βασικός άξονας της παράστασης είναι η συνομιλία αυτών των σύγχρονων μαρτυριών και αρχαίων κειμένων που σχετίζονται με το Τρωικό πόλεμο. Παραθέτοντας το ένα μετά το άλλο, σύγχρονες μαρτυρίες και αποσπάσματα από ιστορίες γυναικών από την Τροία, βλέπει κανείς ότι μιλάνε για το ίδιο ακριβώς πράγμα. Και εκεί κρύβεται όλη η δύναμη, όλη η ορμή της παράστασης, γιατί γίνεται φανερό ότι ο πόλεμος είναι πάντα ίδιος, ο πόνος είναι πάντα ίδιος, τα όνειρα και οι επιθυμίες διασχίζουν το χρόνο ανέπαφα και η Τροία θα καίγεται για πάντα”.

Αφροδίτη Μητσοπούλου

Φωτογραφία εξωφύλλου: Γιώργος Λαθύρης