featured Μουσική

Ο Μίκης των ποιητών και των γηπέδων

Τα τραγούδια του έγιναν δημόσιος λόγος που ξεσηκώνει και συγκινεί.  Τα πολιτικά του τραγούδια, τραγούδια του αγώνα που μιλάνε για τα κυνηγητά και τις διώξεις, τις εξορίες και τις φυλακές, τα συλλαλητήρια και τις επαναστάσεις, τους ήρωες και τους διώκτες, αποθεώθηκαν από το λαό και ξεσήκωσαν τα πλήθη, φώλιασαν σε στόματα και σώματα και γέμισαν στάδια και γήπεδα την εποχή της μεταπολίτευσης.

Για τα λαϊκά του τραγούδια, που  αφηγούνται τους καημούς και της ελπίδες της Ρωμιοσύνης, ο Μίκης αγαπήθηκε βαθιά. Ο ίδιος ωστόσο έγραψε μουσική για το θέατρο και το σινεμά, όπερες, συμφωνικά και μετασυμφωνικά έργα, μουσική δωματίου και ορατόρια, μουσική για μπαλέτο, συνδυάζοντας και αναδεικνύοντας με τον πιο προσωπικό κι ευφυή τρόπο, τον ελληνικό, μουσικό κοσμοπολιτισμό.

Ο 17χρονος Ντίνος Μάης

Ο ίδιος ήταν πάνω και πρώτα από όλα ποιητής. Με το ποιητικό ψευδώνυμο Ντίνος Μάης δημοσίευσε στα νεανικά του χρόνια τα πρώτα του ποιήματα, ήταν το 1942 και εκείνος  μόλις δεκαεπτά χρονών. Γράφει τη συλλογή «Σιάο», αφιερώνοντάς τη στις καρδιές εκείνων πού τολμούν. Δε σταματά όμως εκεί, καθώς συνεχίζει με ποιήματα του έρωτα και του πολέμου γραμμένα στην Τρίπολη και την Αθήνα, μεταξύ 1942 και 1946. Ακολουθούν τα ποιήματα της εξορίας γραμμένα στην Ικαρία το 1947 και την Μακρόνησο το 1948 και το 1949, το  τραγούδι του Νεκρού αδελφού το 1961, Ο Ήλιος και ο Χρόνος το 1967 , τα τραγούδια του Ανδρέα το 1968 , γραμμένα για τον Ανδρέα Λεντάκη, τις Αρκαδίες εμπνευσμένες από την εξορία του στη Ζάτουνα  το 1968. Στη συνέχεια έρχονται τα τραγούδια του Αγώνα, ο Ωρωπός, κι αργότερα ποιήματα γραμμένα στο Παρίσι και την Λατινική Αμερική . Η μεταπολίτευση τον βρίσκει να γράφει ποιήματα όπως ο Διόνυσος, η Βεατρίκη στην Οδό μηδέν και  οι  Χαιρετισμοί.

«Δεν είμαι ποιητής», σημειώνει ο ίδιος, «όταν όμως οι στίχοι αρχίζουν να σφυροκοπούν στο μυαλό μου, ένιωσα πόσο οι λέξεις μπορούν να ντυθούν στο αίμα· πόσο μπορεί να με λυτρώσουν»

Οι ποιητές στο δρόμο

Ο Θεοδωράκης είναι ο άνθρωπος που γνωρίζοντας τη δυναμική της ποιητικής γραφής, μελοποίησε τους ποιητές, κατεβάζοντάς τους στο δρόμο και κάνοντάς τους συγκάτοικους σε κάθε σπίτι και γειτονιά.

Είναι οι ίδιοι ποιητές που με τα τραγούδια τους γέμισαν τα στάδια και τα γήπεδα, τα θέατρα και τις αίθουσες συναυλιών, φώλιασαν στις ταβέρνες, τα σαλόνια και τις κουζίνες, τα καφενεία, τις λαικές και τα παζάρια, συντρόφευσαν γιορτές και γλέντια, πένθη, έρωτες και χωρισμούς.

Ο Μίκης μας σύστησε τον Ρίτσο, τον Χριστοδούλου, τον Αναγνωστάκη, τον Λειβαδίτη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Ελευθερίου, τον Τριπολίτη, τον Νερούντα.

Το “Canto General”  του μεγάλου Χιλιανού,  το οποίο είχε μελοποιήσει τη δεκαετία του ’70, ήταν το αγαπημένο τραγούδι του Φιντέλ Κάστρο που κάθε φορά που το άκουγε έκλαιγε. Ο Μίκης άρχισε να δουλεύει πάνω στο έργο του Νερούντα όταν ήταν αυτοεξόριστος στο Παρίσι το 1970. Κάλεσε μάλιστα και τον ίδιο τον ποιητή να παρακολουθήσει την εκτέλεσή του, καθώς ο νομπελίστας ήταν τότε πρόξενος της χώρας του στη γαλλική πρωτεύουσα. Ο Νερούντα ενθουσιάστηκε και ζήτησε από το Μίκη να μελοποιήσει και άλλα ποιήματά του. Η παρουσίαση των επτά πρώτων τμημάτων του έργου έγινε στο Μπουένος Άιρες και στις χώρες της Νοτίου Αμερικής, με τεράστια επιτυχία, ενώ ολοκληρώθηκε  το 1981. Στην Ελλάδα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη μεγάλη συναυλία που έδωσε ο συνθέτης μετά την επιστροφή του από την αυτοεξορία, τον Αύγουστο του 1975 στο Στάδιο Καραΐσκάκη.

«Χάθηκα»

Οικογενειακή υπόθεση η ποίηση, απασχολεί από πολύ νωρίς τον μικρότερο αδελφό του Μίκη, Γιάννη, που συνήθιζε να σκορπά στον κήπο του πατρικού σπιτιού μικρά χαρτάκια όπου πάνω τους είχε γράψει στίχους. Ο Μίκης μάζευε αυτά τα χαρτάκια και τα κρατούσε. Ανάμεσά τους υπήρχαν και ποιήματα όπως το «Χάθηκα μέσα στους δρόμους που μ’ έδεσαν για πάντα / μαζί με τα σοκάκια / μαζί με τα λιμάνια», το οποίο ο Μίκης μελοποίησε όταν υπηρετούσε στρατιώτης στα Χανιά και μαζί με τα «Δακρυσμένα μάτια», την «Αυγή αφράτη» και την «Όμορφη πόλη» αποτέλεσαν τους «Λιποτάκτες», που ηχογραφήθηκαν το 1960 . Εκεί τραγούδησε για πρώτη φορά κι ο ίδιος ο συνθέτης.

«Επιτάφιος»   

Με τον ”Επιτάφιο” του Γιάννη Ρίτσου ο Μίκης καταφέρνει να δώσει τέτοια ώθηση στην ποίηση, ώστε να γίνει κτήμα του λαού. Το έργο που κυκλοφορεί το 1960 σε διεύθυνση του ίδιου του Θεοδωράκη , αλλάζει το τοπίο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Δυο χρόνια πριν, κι ενώ ο Μίκης με τη σύζυγό του Μυρτώ διαμένουν στο Παρίσι, ο Γιάννης Ρίτσος στέλνει στον συνθέτη τον «Επιτάφιο» με την εξής αφιέρωση: «Το βιβλίο τούτο κάηκε από τον Μεταξά στα 1938 κάτω από τους στύλους του Ολυμπίου Διός».

Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, ο Μίκης θυμάται :  «Ξαφνικά με έπιασε μια βαθιά επιθυμία για μελοποίηση».  Κι άρχισε να συνθέτει τη μουσική των τραγουδιών του Επιταφίου, που δίχασαν τότε με τις πρώτες εκδοχές τους  τη μουσική Ελλάδα.

«Ο Επιτάφιος, το Αρχιπέλαγος, η Πολιτεία και αργότερα το Τραγούδι του Νεκρού Αδελφού, ήσαν τέσσερις κύκλοι τραγουδιών όπου με ευλαβική, θα ‘λεγα, προσοχή επιδίωξα να μείνω πιστός στα γνωστά καλούπια, μελωδικά και ρυθμικά, του λαϊκού μας τραγουδιού. Το λαϊκό τραγούδι μας κάνει να θυμόμαστε. Αυτήν ακριβώς «τη μνήμη του λαού μου», όπως λέει και ο Ελύτης, ήθελα κυρίως να αφυπνίσω και να οξύνω», σημειώνει ο Θεοδωράκης.

Η «Ρωμιοσύνη»

Αγαπημένο έργο και μεγάλη αδυναμία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, η «Ρωμιοσύνη», για το οποίο ο μεγάλος ερμηνευτής δεν έκρυβε πως ήταν  «το δυσκολότερο που έχει τραγουδήσει στη ζωή του», γράφτηκε  το 1966, γιορτή των Φώτων στο σπίτι του Μίκη στη Νέα Σμύρνη. Κι όπως σημειώνει ο ίδιος : «Κάποιο άγνωστο χέρι τοποθέτησε το χειρόγραφο του Ρίτσου, που είχαν φέρει στο σπίτι γυναίκες κρατουμένων πολλά χρόνια πριν, στο πιάνο. Είχε ξεχαστεί κάτω από άλλα χειρόγραφα. Εκείνες οι μέρες ήταν ταραγμένες. «Είχαν προηγηθεί συγκρούσεις στον Πειραιά με την αστυνομία. Ο άγριος ξυλοδαρμός και η κακοποίησή μου, γεγονότα που με επηρέασαν βαθιά. Τόσο που, μόλις διάβασα τον πρώτο στίχο: «Αυτά τα δέντρα δεν βολεύονται με λιγότερο ουρανό…», κάθισα, όπως ήμουν λερωμένος με λάσπη και αίματα, και συνέθεσα μονορούφι τη Ρωμιοσύνη».

Το «Άξιον Εστί»

« Ήταν για μένα μια μεγάλη εύνοια της θεάς τύχης να βρεθώ μπροστά σ’ αυτό ακριβώς το ποιητικό έργο, που όλες θαρρείς, οι διανοητικές, αισθητικές, συναισθηματικές και ιδεολογικές μου προσμονές και απαιτήσεις είχαν στραμμένες τις κεραίες τους προς την κατεύθυνσή του», σημειώνει στο οπισθόφυλλο του «Άξιον Εστί» ο Μίκης Θεοδωράκης. Η πρώτη εκτέλεση του έργου του Ελύτη έγινε τον Μάρτιο του 1964 στο REX και συμπίπτει με τις εκλογές, στις οποίες ο συνθέτης παίρνει μέρος ως υποψήφιος Βουλευτής της ΕΔΑ στη Β΄Πειραιώς, στην έδρα του Γρηγόρη Λαμπράκη. Ο ίδιος θυμάται:  «Τη μέρα που γράφαμε τα τραγούδια του «Άξιον Εστί» στο στούντιο της Κολούμπια, είχε έρθει κάποιο σχολείο κι εγώ είπα στα παιδιά να καθίσουν στο πάτωμα ήσυχα να παρακολουθήσουν τη φωνοληψία. Οι άλλοι δεν ήθελαν από φόβο μήπως γίνουν θόρυβοι, όμως εμένα μου άρεσε που το «Ένα το χελιδόνι» θα γραφόταν οριστικά πάνω στο δίσκο με φόντο την ανάσα και τα χτυπήματα της καρδιάς των παιδιών. Μπορεί να μην ακούγονται. Όμως ποιος δεν θα αισθάνεται;

Περάσαμε ώρες πολλές ο Ελύτης, ο Κατράκης κι εγώ, στο στούντιο της Κολούμπια, έως ότου βρεθεί το σωστό ύφος, που να ταιριάζει με την ποίηση αλλά και με τον γενικό ήχο του έργου. Η  παρουσίαση κειμένων στο δίσκο ήταν δική μου. Και γιατί, όπως είπα, ήθελα να είμαι πιστός στη μορφή της εκκλησιαστικής παράδοσης, δηλαδή στη λειτουργία, αλλά και γιατί πίστευα ότι το μεγάλο κοινό θα πρέπει να μυηθεί στον ποιητικό λόγο, όταν μάλιστα είχε να κάνει με τη μνήμη του λαού μου, που λέει και ο ποιητής. Ήθελα οι επόμενες γενιές να έχουν σαν Ευαγγέλιό τους τα σύγχρονα πάθη της φυλής : την Αλβανία, την Αντίσταση και τον Εμφύλιο.

Ο κόσμος άκουγε με τη φαντασία του

Να που κυκλοφορεί ο δίσκος και αμέσως γίνεται ανάρπαστος. Που οι τεχνικές ατέλειες και που η φυγή των τενόρων και του φαγγότου μέσα στη φωνοληψία… Είπαμε, ο κόσμος άκουγε με τη φαντασία του. Και φαίνεται πως εκείνους τους καιρούς ο ελληνικός λαός διέθετε φαντασία, ευαισθησία, δίψα για το καινούριο και προσήλωση στην ιστορική του μνήμη.

Βρίσκομαι το φθινόπωρο του 1964 στις Σέρρες για συναυλία. Οι φαντάροι ουρά μπροστά στο θέατρο, δεν έχουν λεφτά για εισιτήριο. Λέω «να μπούνε τζάμπα». Λέει ο εφοριακός, καθοδηγημένος απ΄τους ασφαλίτες που είναι πλάι του, «πρέπει να πληρώσουν το φόρο». «Μετράτε κεφάλια και πληρώνω εγώ», τους απαντώ.

Εκείνη τη στιγμή, μπροστά στο δισκάδικο που ήταν απέναντι απ΄το θέατρο, βλέπω να σχηματίζεται μια μεγάλη ουρά.

-Περί τίνος πρόκειται; Ερωτώ.

-Ήρθε ο δίσκος του «Άξιον Εστί»

Χάρηκα. Τότε βλέπω να μπαίνει πίσω πίσω στην ουρά ένας χωριάτης μαζί με το μουλάρι του. Περίεργο. Τον πλησιάζω.

-Πατριώτη, του λέω, γιατί κάθεσαι στην ουρά; Τι πουλάνε στο μαγαζί;

Αφού με κοίταξε από πάνω ως κάτω, τέλος αποφάσισε να μου μιλήσει. Είχε, φαίνεται, το φόβο πως μπορεί να είμαι αστυνομικός.

-Μάθαμε στο χωριό ότι σήμερα θα ΄ρθει στις Σέρρες το «Άξιον Εστί»  και το χωριό μ΄ έστειλε ν΄ αγοράσω το δίσκο…

-Ά! του είπα, σ΄ ευχαριστώ για την πληροφορία.

Και σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή « Άραγες υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό να κάνεις στη ζωή σου; Μήπως αυτό είναι η κορυφή;…»

ΜΑΝΙΑ ΖΟΥΣΗ