Ένας ακροατής είναι για τον συνθέτη ένα πρόσωπο απαραίτητο. Ένα πρόσωπο απαραίτητο για να μπορεί να υπάρξει η μουσική. Για να μπορεί να υπάρξει η μουσική ως σχέση κι όχι σαν μια αφηρημένη ιδέα.
Ένας ακροατής είναι για το συνθέτη ένα πρόσωπο αξιοσέβαστο γιατί όχι μόνο επιβεβαιώνει την ύπαρξη της μουσικής ως τέχνης, αλλά και γιατί είναι, ο ακροατής, ένα πρόσωπο που σχετίζεται με το πιο ιδιωτικό κομμάτι της ζωής του συνθέτη. Το πιο ιδιωτικό κομμάτι της ζωής του συνθέτη που είναι η μοναχική του εργασία. Η εργασία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να σχηματίσει μία ηχητική διαδοχή. Μια ηχητική διαδοχή που στοχεύει στην εμπλοκή άλλων, τρίτων, προσώπων στη γοητεία της και στη διάρκειά της.
Φανταστείτε έναν ακροατή που δεν αγαπά τη μουσική από μνήμης αλλά ανακαλύπτει τη μουσική ως ερέθισμα την ώρα που εκείνη συμβαίνει. Φανταστείτε έναν ακροατή που δεν απαιτεί να διεγείρει τη μνήμη του ή να συνεγείρει τα συναισθήματά του. Έναν ακροατή που αγαπά τη μετατόπιση της αντίληψής του με τη βοήθεια του ήχου. Έναν ακροατή χωρίς θυμικό, όμως ευφάνταστο κι αισθαντικό που αφήνεται στη γοητεία των πιο απλών και καθαρών γραμμών της μουσικής. Στο αργό και στο γρήγορο, στην εναλλαγή των ήχων και των φθόγγων, στην επανάληψη, στη διακοπή και την παύση.
Αυτός είναι για μένα ο ιδανικός ακροατής.
Αυτός ο ιδανικός ακροατής είναι σαν ένα βρέφος ή ένα πολύ μικρό παιδί. Με την ακοή του απείρως οξύτερη και τη μνήμη του απείρως κενότερη από την πλησμονή των ερεθισμάτων σε σχέση με εκείνη του ενήλικα των πόλεων. Αυτός είναι ο ακροατής που τρέφει τον ενθουσιασμό ενός τολμηρού εξερευνητή σε κάθε τι που αναδύεται σαν ηχητικό γεγονός. Ο θόρυβος είναι μουσική, η μουσική των ενηλίκων είναι επίσης μουσική, τα λόγια των μεγαλύτερων είναι κι αυτά μουσική.
Γράφοντας τη μουσική για το «Άκου», τη βρεφική παράσταση του θεάτρου Πόρτα, είχα την περιέργεια να ερευνήσω τη λειτουργία της ακοής στα βρέφη και προς μεγάλη μου χαρά βρέθηκα εμπρός στον Ιδανικό Ακροατή. Το πρώτο συμπέρασμά που έβγαλα ήταν πως δεν υπάρχει μουσική κατάλληλη ή ακατάλληλη για ένα βρέφος, παρά μόνο ευχάριστες και δυσάρεστες συχνότητες ασφαλείς και επικίνδυνες εντάσεις. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι πως το ακροατήριό μου σε αυτή την περίπτωση δε θα είχε παγιωμένη αισθητική και προσδοκία για το τι θέλει να ακούσει αλλά απεριόριστη περιέργεια για την έκπληξη και το καινούργιο.
Έτσι, χρησιμοποιώντας ως οδηγούς κάποια ηχογόνα αντικείμενα και κάποια στοιχειώδη μουσικά όργανα ξεκίνησα να διαμορφώνω ένα πλαίσιο από απλές διαδοχές ήχων που θα μπορούσαν να είναι άμεσα αναγνωρίσιμες στον Ακροατή μου. Στη συνέχεια, σε συνεργασία με το Δημήτρη Καραντζά και τον Κωνσταντίνο Βουδούρη, συνθέσαμε μια γραμμική ιστορία, μια περιπέτεια, που αφηγείται το πώς μέσα από την επιμονή και μια αλληλουχία αποτυχιών και εφευρέσεων, ένα παιδί ανακαλύπτει, μαθαίνει να φτιάχνει και αρχίζει να συνθέτει τους ήχους που το ενδιαφέρουν.
Όσο για την βασική μελωδία που το παιδί αναζητά και τελικά συνθέτει στο έργο θέλησα να βρω ένα μουσικό μηχανισμό που να λειτουργεί πέρα από το ωραίο ή το άσχημο και έτσι κατέληξα να χρησιμοποιήσω μια απλή κεντρική ιδέα: Η μελωδία γεννιέται από τον ίδιο της τον εαυτό, μία νότα επαναλαμβάνεται και προεκτείνεται σε μία άλλη και σε μία τρίτη χωρίς την παρεμβολή της φιλοδοξίας της ομορφιάς. Η μόνη τους λειτουργία είναι να σχηματίζουν μια μελωδική καμπύλη που να είναι διακριτή και, ελπίζω, ελκυστική για αυτό το πολύ σπουδαίο πρόσωπο τον Ιδανικό Ακροατή.
Κορνήλιος Σελαμσής