Κινηματογράφος

Αφιέρωμα Γκοντάρ στην Ταινιοθήκη Θεσσαλονίκης

Τέσσερις ταινίες του Ζαν Λυκ Γκοντάρ αποτελούν το αφιέρωμα της Ταινιοθήκης Θεσσαλονίκης από σήμερα έως και την Κυριακή 21 Δεκεμβρίου. Πρόκειται για τις ταινίες

Οι καραμπινιέροι”, “Η περιφρόνηση”, “Συνέβη στην Αμερική” και “Ο σώζων εαυτόν σωθήτω”. 

Αξίζει να σημειωθεί πως η ταινία “Οι καραμπινιέροι”, που είναι αφιερωμένη στον μεγάλο γάλλο σκηνοθέτη Ζαν Βιγκό, προκάλεσε αρνητικές αντιδράσεις κοινού και κριτικής όταν προβλήθηκε, αλλά σήμερα θεωρείται ένα από τα καλύτερα έργα της πρώτης περιόδου του Γκοντάρ.

Πρόκειται ίσως για την πιο μπρεχτική ταινία του Γκοντάρ, βασισμένη στο θεατρικό έργο του ιταλού Μπενιαμίνο Τζόπολο, στην κινηματογραφική διασκευή του οποίου συνεργάστηκαν οι Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Γκριό (σεναριογράφος του Αλέν Ρενέ και του Φρανσουά Τρυφό). Ταινία που ασκεί σκληρή κριτική στην έννοια, την ιδέα και κυρίως την εικόνα του πολέμου, Οι καραμπινιέροι δεν ακολουθούν κανέναν ρεαλιστικό αφηγηματικό ειρμό, χρονική ακολουθία ή συμβατούς αναπαραστατικούς κώδικες, αλλά μέσα από συνειρμικές διαδρομές, αποτελούν μια από τις πιο εικονοκλαστικές ταινίες του Γκοντάρ. Ενσωματώνοντας στις εικόνες τους αυθεντικά επίκαιρα, γυρισμένα από πολεμικούς ανταποκριτές με κίνδυνο της ζωής τους, με ηθελημένα λάθος ρακόρ (συνδέσεις-περάσματα από το ένα πλάνο στο άλλο), παρεμβάλλοντας στην αφήγηση γραπτά κείμενα (εν είδει μεσότιτλων) που χρησιμοποιούνται για την εξέλιξη της «δράσης» και με μια εξαιρετικά επεξεργασμένη ηχητική μπάντα, Οι καραμπινιέροι προκαλούν ένα σοκ με το ακραία αντι-αφηγηματικό ύφος τους.

oi karambinieroi

Στην ταινία υπάρχει μονάχα ένας αρχετυπικός μύθος, το φορτίο της είναι ισχυρά συμβολικό, ενώ απουσιάζει κάθε ψυχολογικό βάθος (οι δύο «ήρωες» είναι λούμπεν και λειτουργούν αποκλειστικά και μόνο με βάση το ζωώδες ένστικτο), καθώς επίσης και κάθε μορφή ηθικολογίας και ιστορικο-κοινωνικής ανάλυσης. Υπάρχει μόνο η φρίκη του πολέμου και όλα όσα τον συνοδεύουν: βία, θάνατος, εξαχρείωση, απάτη, λεηλασία, απληστία, αρπαγή, κερδοσκοπία.

Η Περιφρόνηση” είναι γυρισμένη σε cinemascope, με εξαιρετικά χρώματα από τον Ραούλ Κουτάρ και γυρίσματα στο Κάπρι, στη βίλα του ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε.

Μέσα στην καρδιά της Nουβέλ Βαγκ, Η περιφρόνηση αποτελεί μια σφοδρή κριτική του αντισυμβατικού σκηνοθέτη στον αμερικάνικο τρόπο δημιουργίας ταινιών, που έχουν ως μοναδικό στόχο το κέρδος και ο οποίος αντιτίθεται στο όραμα του σινεμά του δημιουργού.

i perifronisi

Διασκευάζοντας το ομότιτλο μυθιστόρημα του Aλμπέρτο Μοράβια, η ταινία περιστρέφεται γύρω από τον Πολ (Μισέλ Πικολί), έναν θεατρικό συγγραφέα ο οποίος προσλαμβάνεται από έναν παραγωγό του Χόλιγουντ για να ξαναγράψει το σενάριο μιας φιλόδοξης κινηματογραφικής μεταφοράς της Οδύσσειας. Ο αμερικανός παραγωγός, που τον ερμηνεύει ο Τζακ Πάλανς, δεν έχει μείνει ευχαριστημένος από την εκδοχή του σκηνοθέτη, που δεν είναι άλλος από τον μέγιστο Φριτς Λανγκ, στον ρόλο του εαυτού του. H πανέμορφη γυναίκα του Πολ (Μπριζίτ Μπαρντό) έχει πρόβλημα μαζί του για την ευκολία που αυτός συμβιβάζεται, πουλώντας τις ιδέες του στο όνομα του χρήματος, τον περιφρονεί γι’ αυτό και φεύγει με τον παραγωγό, δίνοντας τέλος στη σχέση τους.


«Το θέμα της ταινίας είναι άνθρωποι που αλληλοκοιτάζονται και κριτικάρουν ο ένας τον άλλον και στη συνέχεια έρχεται ο κινηματογράφος που τους παρατηρεί και τους κριτικάρει, ενσαρκωμένος στο πρόσωπο του Φριτς Λανγκ. Πέρα από την ψυχολογική ιστορία μίας γυναίκας που περιφρονεί τον σύζυγό της, Η περιφρόνηση μοιάζει να είναι η ιστορία των ναυαγών του δυτικού κόσμου, που αποβιβάζονται μια μέρα σ’ ένα έρημο και μυστηριώδες νησί, όπως οι ήρωες του Bερν και του Στήβενσον, ένα νησί που το μυστικό του έγκειται αναμφισβήτητα στην έλλειψη μυστηρίου, δηλαδή την αλήθεια. «Η περιπλάνηση του Οδυσσέα υπήρξε ένα φυσικό φαινόμενο, εγώ όμως γύρισα μία ηθική οδύσσεια: το βλέμμα της κάμερας πάνω στους ήρωες που αναζητούν τον Όμηρο αντικαθιστά το βλέμμα των θεών πάνω στον Οδυσσέα και τους συντρόφους του» λέει ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ γι’ αυτή την εξαιρετική δημιουργία του. Γυρισμένη σε cinemascope, με εκπληκτική χρωματική παλέτα δια χειρός του Ραούλ Κουτάρ και γυρίσματα στο Κάπρι, στη θρυλική βίλα του ιταλού συγγραφέα Κούρτσιο Μαλαπάρτε, Η περιφρόνηση μιλά με οξύτητα και οξυδέρκεια για την κρίση των αξιών και των διαπροσωπικών σχέσεων, σε μια κοινωνία ολοκληρωτικά αλλοτριωμένη και διαβρωμένη από την κυριαρχία του χρήματος.

Όσο για την ταινία “Ο σώζων εαυτόν σωθήτω” σηματοδοτεί την επιστροφή του Γκοντάρ σε μια κινηματογραφική «κανονικότητα», ύστερα από μια περίοδο δέκα ετών όπου πειραματιζόταν με το βίντεο και την τηλεόραση. Πρόκειται για μια ταινία μεγάλης στυλιστικής ωριμότητας και ουσιαστικού προβληματισμού σχετικά με την ανθρώπινη κατάσταση: λιτή χρήση των εκφραστικών μέσων (χωρίς τις αισθητικές εκκεντρικότητες της πρώτης περιόδου), αυστηρά πειθαρχημένη δομή και αφηγηματική οικονομία. Η ταινία όμως, (καθόλου τυχαίος ο τίτλος), έχει μια ζοφερή οπτική σε ό,τι αφορά τον τρόπο που βλέπει την σύγχρονη πραγματικότητα, όπου τα πάντα έχουν εμπορευματοποιηθεί. Σχολιάζει τον εξανδραποδισμό και την ολοκληρωτική αλλοτρίωση του ανθρώπου, κυρίως από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ειδικά από την τηλεόραση, που έχει αλώσει κάθε δίοδο πραγματικής επαφής και επικοινωνίας. Το βλέμμα του φιλμ (και του Γκοντάρ) είναι σαρκαστικό μεν και χλευαστικό, αλλά την ίδια στιγμή και βαθιά πεσιμιστικό και κυνικό, μ’ έναν απελπισμένο τρόπο. Η τελική σκηνή με τον Πολ χτυπημένο από αυτοκίνητο στη μέση του δρόμου, είναι ένα μηδενιστικό μνημείο απανθρωπιάς και ευτελισμού της αξίας της ανθρώπινης ζωής.

o sozon eayton sothito

Στο “Συνέβη στην Αμερική” ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, εφαρμόζοντας το δικό του αξίωμα ότι «μια ταινία μπορεί να έχει αρχή – μέση – τέλος, αλλά όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά», αυτοσχεδιάζει, βασισμένος ελεύθερα στο αστυνομικό μυθιστόρημα του Ρίτσαρντ Σταρκ Το φέρετρο ήταν άδειο και δημιουργεί, στην οπτική του φιλμ νουάρ, μια σκοτεινή, μπερδεμένη και συνειδητά ασυνάρτητη ταινία. Χρησιμοποιώντας τις τεχνικές του κολάζ και του cutup και με έκδηλες αναφορές στο αμερικανικό σινεμά (οι ήρωες ονομάζονται Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ, Ντόναλντ Σίγκελ, Ρόμπερτ Όλντριτζ) και στις υποθέσεις των δολοφονιών του Κένεντι και του Μπεν Μπάρκα, το Συνέβη στην Αμερική είναι μονταρισμένο με τη λογική του κόμικς – ένα είδος αινιγματικού και ανολοκλήρωτου παζλ, το οποίο ποτέ δεν φανερώνει την τελική του εικόνα. Ταυτόχρονα, στέκει σαν μια αντανάκλαση σε σπασμένο καθρέφτη ενός συγκεχυμένου, ασταθούς, γεμάτου μυστικά και διαρκώς μεταβαλλόμενου σύγχρονου κόσμου. Ταινία ιδιαίτερη, που υπονομεύει διαρκώς την αναπαραστατική διαδικασία και ακραία αντι-αφηγηματική, παραμένει μια από τις πιο ρηξικέλευθες δημιουργίες της πολύπλοκης και αντιφατικής φιλμογραφίας του Γκοντάρ.