Θέατρο

Η Λυδία Φωτοπούλου μας ταξιδεύει στη Σμύρνη

Στη Σμύρνη των αρχών του εικοστού αιώνα θα μεταφέρει το κοινό η Λυδία Φωτοπούλου με όχημα τον λόγο του Κοσμά Πολίτη.

Στις 11 Αυγούστου στο Κάστρο της Καβάλας στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Φιλίππων η γνωστή ηθοποιός θα διαβάσει αποσπάσματα από το τελευταίο ολοκληρωμένο μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη, Στου Χατζηφράγκου, μέσα από το οποίο ο συγγραφέας αναβιώνει δεξιοτεχνικά την ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής στην Σμύρνη.

Πρωταγωνίστρια του έργου είναι η ίδια η Σμύρνη, και συγκεκριμένα η λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου, είκοσι χρόνια πριν από την καταστροφή, με το γλωσσικό της ιδίωμα, τα τοπωνύμια της, τις συνήθειες και τα έθιμά της

 

LydiaFotopoulou

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου (απόσπασμα)

[…]

Ξεπόρτισα, λοιπόν, εκείνο το πρωί. Στα σοκάκια, πού και πού, ένας διαβάτης τοίχο τοίχο. Μερικά μαγαζιά είτανε ανοιχτά, όχι πολλά, μπορεί ένα στα τρία. Μα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Μια φράγκισσα πελάτισσά μου —καλή της ώρα, της πούλαγα φυντάνια για το πρεβολάκι της— μου φώναξε απ’ το μπαλκόνι: Γιακουμή, γύρισε στο σπίτι σου, το καλό που σου θέλω, δεν είναι ώρα για παλικαριές. Μαντάμ, της λέω στα χωρατά, πάω να ξουριστώ. Πεθαμένος κι αξούριστος ολούρμου; Κι αλήθεια, είχα τεσσάρω μερώ γένια. Βγήκα στο Κιαί. Πήχτρα ο κόσμος, κι άλλοι, χιλιάδες, πάνω σε μαούνες, αραδιασμένες πλάι στο μουράγιο. Προσφυγιά που είχε κατέβει ποδαρόδρομο από το εσωτερικό για να γλιτώσει. Ούλα τα τραίνα τα ‘χε πιάσει ο ελληνικός στρατός. Σκοτώνανε κοσμάκη για να φύγουνε. Ζωή και θάνατος είταν αυτός.

Είχανε, που λες, κατέβει προσφυγιά στην πολιτεία για να γλιτώσουν τη ζωή τους. Βλέπεις, πιστεύανε πως ο ελληνικός στρατός, θα κράταγε την πολιτεία, όπως βεβαιώνανε μπαμπέσικα, μέρες πρωτύτερα, από την Αρμοστεία. Κι απέ, σου λέει, θάλασσα είτανε, λιμάνι, σίγουρα η ελληνικιά κυβέρνηση θα ‘χει στείλει βαπόρια να παραλάβουν τον κοσμάκη. Ναι, είχανε στείλει δυο τρία βαπόρια, που παραλάβανε μονάχα τις δικοί τους, από την Αρμοστεία κι από την Εθνική Τράπεζα. Είχε ανοίξει κατάστημα η Εθνική Τράπεζα στην πολιτεία μας, και τώρα ήπρεπε να σώσει τα λεφτά, την κάσα της. Μπρος στα λεφτά τ’ είναι η ζωή του ανθρώπου; Μη φύγετε, μας λέγανε, θα ξανάρθομε, ζήτω η Ελλάς!

Λοιπόν, ούλος αυτός ο κόσμος στοιβαγμένος στο μουράγιο και πάνω σε μαούνες. Άντροι, γέροι, γριές και γυναικόπαιδα, που είχανε παρατήσει τα καλά τους και ξεμείνανε στο δρόμο, και τώρα εκεί μεροβραδιάζονταν, εκεί πλαγιάζανε, άλλος μ’ ένα χράμι που ‘φερε μαζί του, άλλος μ’ ένα πάπλωμα ή με μια μπατανία. Χείλια τρεμοσαλεύανε από το παραμιλητό. Μάτια γουρλωμένα, που αγναντεύανε τη Δευτέρα Παρουσία, τη συντέλεια του κόσμου… Μέρα, χαρά Θεού. Τέλη Αυγούστου. Αρχές Σεπτέμβρη με το καινούριο. Μερικοί δικοί μας κάνανε επιχείρηση. Στήσανε φουβούδες, ψήνανε νταριά, ακόμα και σουβλάκια ή φασουλάδα, και πουλάγανε φαΐ. (Το αθάνατο δαιμόνιο της Φυλής, σημείωσε αυτός που άκουγε το Γιακουμή). Ωστόσο οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Και δυο τρεις μπαρμπέρηδες είχανε στήσει από μια καρέγλα και ξουρίζανε. Το ‘δα με τα μάτια μου. Όπως θες εξήγησέ το. Αυτοί που ξουρίζονταν ίσως να ‘χανε την ίδια ιδέα με τα μένα: πεθαμένος και αξούριστος, ολούρμου;

Πηγή: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGYM-A107/391/2588,10097/extras/texts/index08_03_parallilo_politis.html με παραπομπή στο …[πηγή: Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, επιμ. Peter Mackridge, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2007, σ. 145-154]