Metamanias Θέατρο

Προσκλητήριο νεκρών και αναμμένο καντηλάκι

Έναν προσωπικό αναγνωρίσιμο κώδικα, που τιμά και έλκεται από την ειλικρίνεια και την δύναμη του βιώματος και την γλώσσα της καταγωγής που δεν ξεγελά, αλλά μπορεί και ξέρει να συγκινεί, αναπτύσσει στα «Ωραία χέρια μας»

η Έφη Μπίρμπα στο Rēs Ratio Network της οδού Ιάκχου στο Γκάζι.
Στήνοντας μέσα από μνήμες και διαδρομές εμποτισμένες σε ένα προσωπικό κόσμο τέχνης και αναφοράς, ένα παράξενο και παράλογο παιχνίδι, ένα κυνηγητό έτσι όπως μόνο παιδιά μπορούν να εφεύρουν. Με την άγνοια του θανάτου αλλά και την οικειότητα με την οποία αυτός βιώνεται σε μια μακρινή καθημερινότητα ξεχασμένης επαρχίας. Σαν προσκλητήριο νεκρών, με την απαρίθμηση ονομάτων, το έτος γέννησης και θανάτου. Όπως τα ονόματα στα μνήματα των νεκροταφείων: Βασιλική 1956-1973, Αλέξανδρος 1945-1958, Ελένη 1964-1976, Μαργαρίτα 1933-1988, Ευαγγελία 1928-1999, Οδυσσέας 1936-1955… Ονόματα ηρωικά, ενός αρχαίου κλέους που δεν γλίτωσε από τον θάνατο, αλλά και ονόματα όχι διθυραμβικά, αλλά πάντα αγαπημένα.
Μέσα σε θριαμβικούς ήχους τζιτζικιών που σηματοδοτούν το ελληνικό καλοκαίρι και μέσα από ένα στενό άνοιγμα που θυμίζει παράθυρο στη θάλασσα και το μεγαλείο των εποχών του μεσογειακού νότου, παρακολουθούμε μια ομάδα παιδιών που παίζουν κυνηγητό. Μέσα σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, ή ανάμεσα σε μνήματα ενός ξεχασμένου νεκροταφείου, απαριθμώντας ονόματα και χρονολογίες. Έως ότου το παράθυρο ανοίγει και αποκαλύπτει μια αυλή που φιλοξενεί το απόλυτα γεωμετρημένο και αυστηρό σύμπαν έξι σωμάτων σε μια τελετή ζωής και θανάτου, ακραίου πένθους, που σκορπά στο πάτωμα τα μαλλιά μιας αλλοτινής ομορφιάς που δεν χρειάζεται πια. Σε αυτόν τον παραλληλόγραμμο χώρο που γίνεται αλώνι μάχης, οι έξι περφόρμερς, με απόλυτο σωματικό έλεγχο και ακροβασία στην λεπτομέρεια της στιγμής, Ιπποκράτης Δελβερούδης, Νίκος Καμόντος, Ελένη Μολέσκη, Ευαγγελία Ράντου, Άρης Σερβετάλης και Αχιλλέας Χαρίσκος, ντυμένοι τα «καλά τους τα μαύρα» και κρατώντας για πάντα το πένθος τους, όπως οι μαυροφορεμένες γυναίκες του τόπου μας, μας οδηγούν σε μια βουβή, τελετουργική συνάντηση με τον άλλον κόσμο. Ακούμε τον ρόγχο του θανάτου, που «δεν ξέρουν κάποιοι τι είναι», έναν υπόκωφο ήχο, σαν βαριά ανάσα, που μοιάζει με παφλασμό και κύμα και με τον οποίο ο Coti K. διατρέχει αριστοτεχνικά όλη την παράσταση. Το κείμενο του Ευθύμη Φιλίππου, ελλειπτικό και απόλυτα γεωμετρημένο, όπως και οι εικόνες των σωμάτων που στροβιλίζονται σε έναν επαναλαμβανόμενο χορό που δεν τελειώνει, πεθαίνουν και ζωντανεύουν ξανά και ξανά. Ο Φιλίππου μιλά μεταξύ άλλων για τους οδηγούς του κάτω κόσμου που ευγενικοί και πρόθυμοι απαντούν σε ερωτήσεις προσφέροντας νερό στους νεκρούς, και για τα αναμμένα «κεριά που οι πεθαμένοι κρατάνε για να βλέπουν». Μια αργή τελετή πένθους και ενός ταφικού σύμπαντος που έλκει μακρινές καταγωγές, αρχαίες και παλαιότερες, βουτηγμένες σε παραδόσεις και θρύλους. Με τα χέρια κυρίαρχα να θέλουν να διαπεράσουν το σύμπαν όπως και το χώμα και να βγουν προς τα έξω. «Γιατί λένε ότι μόνο τα χέρια κρυώνουν εκεί κάτω», και κάποιοι στην προσπάθειά τους να βγάλουν τα χέρια τους, « σπάνε τα δάχτυλά τους από τον πόνο, αλλά δεν τους ακούει κανείς ». Το κιβούρι ελαφρύ σαν ασπίδα αλλάζει χέρια, γίνεται σταυρός, φορτίο, αλλά και σκάλα για τον απάνω κόσμο. Υπαινικτικές αναφορές από ένα ολόκληρο σύμπαν σταθμών από τον χώρο της τέχνης που σαν tableau vivant περνούν από μπροστά μας. Από τις κορυφαίες στιγμές το στάρι που σκορπίζεται στο πάτωμα, και με το οποίο μοιάζει να λούζονται και να μεταλαβαίνουν οι έξι ζωντανοί – νεκροί, σαφής αναφορά στη βασική τροφή του ανθρώπου, την ίδια που προσδοκά και ο νεκρός στη συχώρεση.
Μέσα από σπαράγματα λέξεων και μικρών φράσεων ακούμε για τον νεκρό που αλλάζει ρούχα, φορώντας πιο ανθεκτικά, καθώς ζει ανάμεσα στη λιθόσφαιρα και την ασθενόσφαιρα, για το σκληρό άσπρο μάρμαρο, τις αλλοιωμένες από τον ήλιο φωτογραφίες στα μνήματα, τα παπούτσια, τα χρυσά δόντια και βραχιόλια…
Η εξοικείωση της ζωής και του θανάτου, οι νεκροί που ταξιδεύουν τιμητικά στους ώμους των ζωντανών για τον άλλο κόσμο, όπως περιφέρεται ο Επιτάφιος την Μεγάλη Παρασκευή αλλά όπως και η ίδια η βασανισμένη ζωή ξαποσταίνει στις πλάτες που αντέχουν. Όταν σε ένα προσφυγικό καραβάνι οι δυνατότεροι κουβαλούν τους ασθενέστερους, έτσι όπως η ζωή μαρτυρά και η τέχνη καταγράφει το ανθρώπινο αποτύπωμα. Από τον Άτλαντα που κρατά στους ώμους του τον κόσμο, έως τον Αινεία που κουβαλά τον γέρο πατέρα του. Γεμάτη η ιστορία του κόσμου και η ιστορία της τέχνης από εικόνες μνήμης και θύμησης και αναφοράς. Και ο Ευθύμης Φιλίππου να σημειώνει: «οι νεκροί είναι σημαντικοί αν τους θυμόμαστε».
Όπως και μια παράσταση που δεν ξεχνάμε.

Μάνια Ζούση

Φωτογραφία εξωφύλλου : Δέσποινα Σπύρου

Βίντεο: Γρηγόρης Πανόπουλος