Metamanias Κινηματογράφος

«Ο Νίκος Νικολαΐδης είναι το κόμμα μου. Εκεί ανήκω»

Μια τέτοια μέρα, πριν από 12 χρόνια, ο Νίκος Νικολαϊδης έφυγε άδικα σε κάποιο νοσοκομείο αυτής της πόλης που πολύ χάρηκε επειδή πλέον θα έπρεπε να τον πενθήσει κι όχι να τον αντιμετωπίσει. Πάνω από μια δεκαετία –κι ακόμα δεν μπορώ να γράψω ότι «πέθανε»…

Η ζωή του Νίκου Νικολαΐδη ήταν μια ταινία που από ανάγκη γυρίστηκε στην Ελλάδα –απ΄αυτές που φτιάχνονται με πολύ ταλέντο, εμπνευσμένο σενάριο αλλά σχεδόν μηδενικά μέσα παραγωγής και περιορισμένη διανομή.

Πέρασε την παιδική του ηλικία έχοντας να αντιμετωπίσει το θάνατο της μητέρας του -στα Εξάρχεια όπου έπρεπε να παίζει ενώ δίπλα του έσκαγαν χειροβομβίδες και θέριζαν τα  μυδραλιοβόλα του Εμφύλιου. Έφηβος πλέον, αλώνισε το κέντρο της Αθήνας, ροκενρολάς της θρυλικής παρέας του Green Park, ατίθασος κι εξεγερμένος –θυμάσαι το Wild One με τον Μάρλον Μπράντο; Πού τον ρωτάει η γκαρσόνα: «Τζόνι, εναντίον τίνος επαναστατείς;» κι απαντάει εκείνος: «Έχεις τίποτα πρόχειρο;» Κάπως έτσι…

1795929_640647156011090_1015967506083632981_o

Στην παρέα του ήταν κι ο Δήμος Θέος, βρέθηκε λοιπόν ο Νικολαΐδης να βοηθάει στα γυρίσματα του «Κιέριον» μαζί με όλη σχεδόν την αφρόκρεμα του μετέπειτα Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου όταν ήρθε η χούντα (κάνει κι ένα πέρασμα στην ταινία) –είχε ήδη τυπώσει μόνος του το πρώτο του βιβλίο, τους «Τυμβωρύχους», είχε γράψει και τις δυο τρομερές νουβέλες του, τον «Ιούλιο στην Κόλαση» και τον «Συμεών στον Άδη» που ακόμα δεν έχουν κυκλοφορήσει. Ο ίδιος τα λέει καλύτερα από μένα στο βιβλίο του «Γουρούνια στον άνεμο»: «Στη ζωή του δεν κατάφερε και σπουδαία πράγματα, εκτός από τα λιγνιτωρυχεία και τις χειροβομβίδες κι ίσως γι’ αυτό να φταίει το ότι γεννήθηκε μες το Ροζικλαίρ και κάτω απ’ το πλανητικό σύστημα του Γκλεν Μίλλερ και του Μπέννυ Γκούντμαν, που τον βομβάρδισε με μπόλικο σεληνόφως, κορνέτες, σαξόφωνα και τόνους πορφυρού λίπστικ…

Όλα άρχισαν σε κάποιο καλοκαίρι της ασετυλίνης, τότε που πέθαιναν άνυδρες οι σαύρες πάνω στα πεζούλια και τα κορίτσια που αγάπησε είχανε πια χαθεί μαζί με τις έρημες πλατείες και τις στέρνες, την εποχή που ο Σταύρος άρχισε να παίζει με το δίκαννο του πατέρα του, ο Μιχάλης ο Βιθέντε μπήκε μούτσος για το Κολόμπο, ο Ντόντος με τον Κώστα πιάστηκαν στη Πάτρα έτοιμοι να μπαρκάρουν για την Λεγεώνα των Ξένων, ενώ παράλληλα κυκλοφορούσε κι ο πρώτος Ρόνσον στο σχήμα της Κάντιλλακ, κι αυτός ξόδευε απερίσκεπτα τους μύθους του σαβουρογαμώντας εδώ κι εκεί.  Βέβαια ποτέ του δεν αρνήθηκε ότι ήταν ένα άτομο με μειωμένες αντιστάσεις και υποβαθμισμένη πνευματικότητα, γεγονός όμως που του επέτρεπε να σιχαίνεται τους χιππάδες με τα σταμπωτά μπλουζάκια, τα φρικιά που παλαντζάρανε ανάμεσα Αστερίξ και Πύλες της Ενόρασης, τους μουσάτους με τ’ αμπέχωνα τύπου Βιετνάμ-τροπικάλ και υφάκι Τσεγκουεβάρα, και ιδιαίτερα τις γκόμενες που χύνανε ακούγοντας τον παράνομο Ντώυτσε Βέλλε.

Το σίγουρο όμως είναι ότι έπρεπε να βρει ένα γρήγορο εισιτήριο, που θα τον έδιωχνε μακριά απ’ αυτή τη σκατούπολη.»

1918852_973776036031532_1206547075114338472_n

Κατά τη διάρκεια της χούντας, κρυμμένος κάπου στη Θεσσαλονίκη, γράφει τον «Οργισμένο Βαλκάνιο», ένα βιβλίο που σημάδεψε (μαζί με τις πρώτες ταινίες του) τη γενιά του ’80.

Έχει σπουδάσει σκηνοθεσία στη Σχολή Σταυράκου και σκηνογραφία στη Σχολή Βακαλό.

Γυρίζει το 1962 την πρώτη του ταινία μικρού μήκους, το «Lacrimae Rerum» με κλεμμένο φιλμ από την ΦΙΝΟΣ στην οποία δουλεύει κιόλας και μαθαίνει τον κινηματογράφο. Αποθεώνεται από τους κριτικούς σαν πρωτοεμφανιζόμενος. Στη συνέχεια γυρίζει το «Άνευ όρων», μια ταινία «μεσαίου μήκους» (τη μοναδική του που δεν έχω καταφέρει να βρω) και παίρνει άσχημες κριτικές –είναι μια ταινία για έναν κινηματογραφιστή που μπλέκεται στα γρανάζια του συστήματος στην οποία παίζει κι ο ίδιος μαζί με την, τότε, γυναίκα του την Έλλη Λοϊζου.

Το 1974 κάνει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, το «Ευρυδίκη 2037» με τον φίλο του τον Γιώργο Πανουσόπουλο στην κάμερα, με την απίθανη Βέρα Τσέχοβα (εγγονή του Άντον Τσέχοφ και μόνιμη κάτοικο Δυτικής Γερμανίας) που συμμετέχει πληρώνοντας από την τσέπη της τα έξοδα της, στο εξοχικό της οικογένειας της νυν γυναίκας του στα Λεγραινά. Παίρνει βραβείο σκηνοθεσίας από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποθεώνεται για μια ακόμα φορά από τους κριτικούς αλλά αρχίζει να αντιμετωπίζεται με καχυποψία –ποιος είναι αυτός ο τύπος που έρχεται να χαλάσει τη διάθεση μιας χώρας που πανηγυρίζει την ανάστασή της μετά την ανατροπή της χούντας; Ποιος είναι αυτός που βάζει την Ευρυδίκη του να σκοτώνει τον Ορφέα και να αρνείται να εγκαταλείψει τον Άδη;

Το 1979 και το 1983 βγάζει τις πιο επιτυχημένες ταινίες του, «Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα» (έναν φόρο τιμής στο ασυμβίβαστο κομμάτι της γενιάς τού ‘50) και τη «Γλυκιά Συμμορία». Πλέον είναι φανερό ότι αυτός ο άνθρωπος υπερασπίζεται τις αξίες του πυροβολώντας κατά ριπάς –οι κριτικές εξακολουθούν να είναι διθυραμβικές αλλά αρχίζει η επίθεση κομματικά υποκινούμενη. Ο ίδιος είχε πει σχετικά:

«Με Τα κουρέλια τραγουδάνε ακόμα και τη Γλυκιά Συμμορία, τις οποίες θεωρώ ταινίες πολιτικής και αισθητικής παρέμβασης, αποκάλυψα τις υπόγειες σήραγγες που ενώνουν τα συμφέροντα της Αριστεράς και της Δεξιάς, και βέβαια ο χρόνος με δικαίωσε.»

«Δηλαδή, ουσιαστικά το σκεπτικό με το οποίο απαγορεύτηκαν τα Κουρέλια (σ.σ. από την κυβέρνηση Καραμανλή) , ήτανε αντίγραφο της κριτικής του Μοσχοβάκη στο επίσημο όργανο του ΚΚΕ, την εφημερίδα τους. Βεβαίως μπερδευτήκανε άσχημα, ήταν αστείο το πράγμα.»

«Με όλες τις ταινίες μου είχα προβλήματα. Αλλά με τη Γλυκιά Συμμορία αγρίεψαν. Ποτέ δεν φανταζόμουν ότι κυκλοφορούν τόσες πνευματικές ξεφτίλες σ’ αυτήν τη χώρα.»

12795373_1706346929634005_3705828643291064878_n

Μετά τη «Γλυκιά Συμμορία» έχει αποκτήσει την αίγλη του «σκηνοθέτη του περιθωρίου», λατρεύεται από όλους όσους το ΄80 ήταν εκεί έξω ψάχνοντας  «τίποτα πρόχειρο να επαναστατήσουν εναντίον του» και βέβαια συναντάει κάμποσα προβλήματα από το επίσημο κράτος (και την τότε κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου). Οι κόντρες τον τρέφουν, αλλά η αποδοχή σε βαθμό ινδαλματοποίησης  τον τρομάζει. Κι έτσι, ωραία και απλά, τους τη σκάει… Εκεί που τον περιμένουν να γυρίσει κι άλλα Κουρέλια και Συμμορίες, βγάζει, το 1987, την «Πρωινή Περίπολο» έναν λυρικό μελλοντολογικό εφιάλτη που πατάει γερά στις εμμονές του από το παρελθόν. Ο «χώρος» τον παραμερίζει, οι κριτικοί τον αποθεώνουν κρατώντας όμως και κάποιες επιφυλάξεις γιατί με το Νικολαΐδη ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου ξημερώσει.

Και κάπου εκεί τον ξεχνάνε…  Του έχουν στήσει μια προθήκη στο μαυσωλείο των ιερών τεράτων του ελληνικού κινηματογράφου και περιμένουν πότε θα βαλσαμωθεί για να τον τοποθετήσουν εκεί μέσα.  Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι ο Νίκος Νικολαΐδης παραμένει ζωντανός. Και επικίνδυνος… Οι δυο επόμενες ταινίες του, «Singapore Sling» και «Θα σε δω στην Κόλαση, αγάπη μου» γνωρίζουν υποδοχή ανάλογη με τα χτυπήματα στο υπογάστριο –πρώτα έρχεται το σοκ και μετά οι τσιρίδες. «Ο βόθρος του Νικολαΐδη», «Οι τζιβιτζιλούδες του Νικολαΐδη» και άλλα τέτοια γραφικά, δείχνουν ότι κάποιοι έχουν χάσει την ψυχραιμία τους.

Ο Νικολαΐδης συνεχίζει πλέον μόνος… Με το «Ο Χαμένος τα παίρνει όλα» και τελικά με το «Zero years» κλείνει, σχεδόν ψυχαναγκαστικά, τον κύκλο των ταινιών του, δηλώνει ότι «βαρέθηκε να κάνει σινεμά» κι απομονώνεται σε βαθμό εγκλεισμού.  Νωρίτερα έχει ήδη ξεκαθαρίσει ότι: «Οι κοινωνίες και οι θεσμοί βρίσκονται υπό συνεχή κρίση και ανεξέλεγκτη εξέλιξη. Οι διανοούμενοι (ποιοί και πόσοι τάχα;) βρίσκονται σε συνεχή νάρκη… Οκτώ χρόνια πριν το τέλος του 20ού αιώνα, δεν θα ήθελα να επιβαρύνω την ήδη υπάρχουσα σύγχυση με την προσωπική μου θολή μαρτυρία. Επισημαίνω όμως τον απόλυτο θρίαμβο του κρατικού φασισμού, την οριστική εγκατάσταση του “στερεότυπου” και των μεταλλαγμένων και, τέλος, την επιτυχή μεταμόσχευση του τηλεοπτικού κοντρόλ-σύστεμ στον κοινωνικό κορμό… Στην περίοδο που ζούμε ο καθένας πρέπει να εντάξει τον προσωπικό του εφιάλτη σ’ έναν συλλογικό εφιάλτη και ν’ αρχίσει να επεξεργάζεται μόνο αυτόν… Φριχτά δικαιωμένος που ο εφιάλτης προχωράει κατά κει που υπολόγιζα, δεν έχω να πω τίποτα άλλο.»

nn-neos

Εκτός από τις ταινίες του και τα βιβλία που προαναφέρθηκαν έχει γράψει και το «Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα» (κι έτσι έχει ξεπληρώσει τα χρωστούμενά του σε όλους εμάς που μεγαλώσαμε λατρεύοντας την παρέα του Green  Park), έχει σκηνοθετήσει μια θεατρική παράσταση «Τα 7 κουτιά της Πανδώρας» του Βασίλη Ζιώγα, μια τηλεταινία «Το κορίτσι με τις βαλίτσες» και μερικά από τα πιο εμπνευσμένα διαφημιστικά της τηλεόρασης.

Αυτά…

Βέβαια, έχει πάρει 5 βραβεία σκηνοθεσίας από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (αλλά ποτέ το βραβείο καλύτερης ταινίας που έχει και χρηματικό έπαθλο –περίεργο, έτσι;) όσα ακριβώς βραβεία σκηνογραφίας και ενδυματολογίας έχει πάρει η Μαρί Λουίζ Νικολαϊδου (η γυναίκα χωρίς την οποία δύσκολα θα υπήρχαν οι ταινίες του κι ένα από τα σημαντικότερα άτομα που έχω γνωρίσει στη ζωή μου –και όχι, τον ίδιο δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω δυστυχώς).

271204_156496754426135_7417896_o

Δυο κουβέντες περί του τι είναι για μένα ο Νίκος Νικολαϊδης… Λοιπόν, ο Νικολαϊδης είναι το κόμμα μου. Εκεί ανήκω. Είναι ένα κόμμα που, στους υποθετικούς τοίχους των ανύπαρκτων γραφείων του έχει  τις φωτογραφίες του Cool Hand Luke, του Philip Marlowe, του Harry Lime, της Laura, του Shoeless Joe Jackson, του Stanley Belt, της Margot Shelby, του Μάντερλεϊ πριν τη μεγάλη φωτιά  μαζί με κάτι καρτ ποστάλ από το Καλοκαίρι του ’42, του Johnnie Ray με το μικρό άσπρο συννεφάκι του που έκλαιγε  αλλά και του Motorcycle Boy, του Αργύρη, του Αντρέα, της Μαρίνας, του Άλκη, του Κωνσταντίνου, του Χρήστου και βέβαια, της Βέρας… μιας κάποιας Βέρας τέλος πάντων…

Και σ΄αυτό το κόμμα η βασική ιδεολογική γραμμή συνοψίζεται σε μια φράση:  «Μου φαίνεται πως τώρα ήρθε η ώρα να περπατήσουμε σωστά τον λάθος δρόμο κ΄υπάρχει μόνο ένας τρόπος να μη χαθούμε … -Να ξεχαστούμε αλλά να μην ξεχάσουμε».

Λοιπόν, ίσως γι΄αυτό δεν μπορώ να γράψω ότι ο Νίκος Νικολαΐδης πέθανε κι ας έχουν περάσει 9 χρόνια από τότε –επειδή ό, τι ζει μέσα σου και καθορίζει την πορεία σου δεν γίνεται να έχει πεθάνει –τι πάει να πει πέθανε δηλαδή;  Πώς πέθανε; Προχτές κιόλας μιλάγαμε καπνίζοντας απανωτά τσιγάρα ενώ στην τεράστια οθόνη έπαιζε το Soylent Green…

Κι έτσι, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να αφιερώσω αυτό το κείμενο σε όσους επιμένουν να «κυκλοφορούν κοριοί με στιλέτο στην πλάτη».

Θανάσης Γιαννόπουλος